Το νομοσχέδιο, που συνέταξε η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ χωρίς να έχει προηγηθεί κανένας διάλογος με τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς φορείς, δρομολογεί μια θλιβερή οπισθοδρόμηση στις αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις των αλήστου μνήμης υπουργών Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου. Σχεδιάζονται νέα εμπόδια στη μόρφωση της νέας γενιάς, διογκώνονται οι ταξικοί φραγμοί στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, διευρύνεται ο χώρος για την εμπορευματοποίηση της γνώσης. Ουσιαστικά, επανέρχονται οι πλέον συντηρητικές ρυθμίσεις που τόση ζημιά επισώρευσαν στην εκπαίδευση πριν καταργηθούν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια πρώτη ανάγνωση του σχεδίου νόμου είναι ενδεικτική της ιδεοληπτικής προσήλωσης της ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ σε αναχρονιστικούς δογματισμούς, συντηρητικά πρότυπα και νεοφιλελεύθερες επινοήσεις που αναπαράγουν και διευρύνουν ανισότητες, διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Ότι είναι δημόσιο και δημοκρατικό, επειδή ακριβώς είναι κοινωνικό, με μια προκρούστεια πρακτική πρέπει να μπει στα καλούπια της ιδιοτέλειας, της πειθάρχησης και της χειραγώγησης.
Μετατρέπει το σχολείο (Γυμνάσιο και Λύκειο) σε ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο, αυξάνοντας τα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα σε όλες τις τάξεις του Γυμνασίου (σχεδόν τα διπλασιάζει από 12 σε 21), θεσμοθετώντας την τράπεζα θεμάτων σε όλο το Λύκειο καθιστώντας αναιτιολόγητα πολύ πιο δύσκολη τη διαδικασία προαγωγής και απόλυσης. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση θυσιάζει πολύτιμο διδακτικό χρόνο στη διεξαγωγή ενδοσχολικών και απολυτήριων εξετάσεων, ενώ ταυτόχρονα δίνει προτεραιότητα στην καλλιέργεια δεξιοτήτων σε βάρος της ανάπτυξης της γνώσης και όλα μαζί θα οδηγήσουν σε αύξηση της μαθητικής διαρροής. Η κυβέρνηση φαίνεται πως επιμένει στην επέκταση του στρεβλωτικού μορφωτικά ρόλου της φροντιστηριακής εξουθένωσης.
Πιστή στο δόγμα "νόμος και τάξη" και στην εκπαίδευση, επιχειρεί την αυστηροποίηση των ποινών των μαθητών και μαθητριών, επαναφέροντας ακραίες αναχρονιστικές ρυθμίσεις, που καταργήθηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (πολυήμερες αποβολές), δίνοντας εκ νέου βάρος στην τιμωρία και όχι την πρόληψη και την παιδαγωγική διαδικασία. Επαναφέρει, επίσης, το ακατανόητο και αντιπαιδαγωγικό μέτρο της αναγραφής της διαγωγής των μαθητών στους απολυτήριους τίτλους, που θα συνοδεύουν τους μελλοντικούς πολίτες σε όλη τους της ζωή.
Η αξιολόγηση ως θεσμική λειτουργία υπήρχε, με το νομοθετημένο πλαίσιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το σχέδιο νόμου επαναφέρει μια αυταρχική μορφή εσωτερικής και κυρίως πολλαπλής εξωτερικής αξιολόγησης για σχολεία και εκπαιδευτικούς, με τιμωρητική σκοπιμότητα, οδηγώντας στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, την υποβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου στα όρια της θεσμοθετημένης χειραγώγησης και του ελέγχου των εκπαιδευτικών, της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Αυξάνει τον αριθμό των πρότυπων σχολείων, με απροσδιόριστα κριτήρια, χωρίς να αναλογίζεται τις καταστροφικές επιπτώσεις που αυτό θα επιφέρει συνολικά στο εκπαιδευτικό σύστημα, δημιουργώντας έτσι, συνειδητά και σκόπιμα, σχολεία δύο κατηγοριών, προσηλωμένη στο ιδεολόγημα της «αριστείας» και αυξάνοντας και εδώ τις εξετάσεις. Ταυτόχρονα επανεισάγει διαφοροποιημένες εργασιακές σχέσεις και προοπτικές ανέλιξης για τους διδάσκοντες.
Ορθώνει νέους φραγμούς στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και «κλείνει» ΕΠΑΛ, θεσμοθετώντας ηλικιακό όριο και αποκλείοντας την επαναφοίτηση αποφοίτων λυκείου.
Επιχειρεί να περάσει και άλλες δυσμενείς αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, όπως την αύξηση των ετών ποινής στους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που δεν αναλαμβάνουν υπηρεσία, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό ως πεδίο δοκιμών και τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία
Επιδιώκει να αλλάξει την ίδια τη φιλοσοφία του νηπιαγωγείου δίνοντάς του χαρακτηριστικά Γυμνασίου με εκτεταμένη εισαγωγή ξεχωριστών διδακτικών αντικειμένων (!), αγνοώντας τα αναλυτικά προγράμματα και τα περί διαθεματικότητας και ολιστικής γνώσης, την ίδια την έννοια της Προσχολικής Αγωγής.
Βηματίζοντας προς τα πίσω, με το σχέδιο νόμου αυξάνει τον ανώτερο αριθμό μαθητών/τριών σε νηπιαγωγεία και δημοτικά, ανά τμήμα από 22 μέχρι και σε 26, σε απόλυτη αντίθεση με κάθε παιδαγωγική θεωρητική αρχή και εμπειρία. Αντί να καλύψουν τις ανάγκες της εκπαίδευσης, τις εξαλείφουν μειώνοντας τμήματα και απαιτήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού. Ποια ζημιά προκάλεσε η μείωση του αριθμού μαθητών ανά τάξη που καθιέρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η λειτουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων από ΑΕΙ η τα θερινά προγράμματα σπουδών δεν αποτελούν καινοτομία. Το νέο που εισηγείται το σχέδιο νόμου είναι η δημιουργία ενός προγεφυρώματος ιδιωτικοποίησης στο πεδίο των δημόσιων Πανεπιστημίων, με επικίνδυνες ασάφειες τυπικής συγκρότησης και λειτουργίας, διδάκτρων, διαβάθμισης πτυχίων που διαμορφώνουν εν συνόλω προσχεδιασμένα ελλείμματα νομιμότητας.
Η εισαγωγή βαθμολογικών κριτηρίων στις μετεγγραφές είναι απαράδεκτη, δεδομένου του γεγονότος πως η αναγκαιότητα των μετεγγραφών είναι κοινωνικής φύσης. Πρόκειται για επίδειξη κοινωνικής αναλγησίας εν ονόματι μιας καλύτερης η χειρότερης βαθμολογικής επίδοσης. Με τη μετακίνηση σε άλλο Τμήμα άλλου ΑΕΙ του ιδίου επιστημονικού πεδίου αυτοϋπονομεύονται οι υποστηρικτές των επιδόσεων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις ως αποκλειστικού κριτηρίου για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, με όλη τη συναφή επιχειρηματολογία τους κατά του συστήματος εισαγωγής που νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στην διαδικασία ανάδειξης Πρυτανικών Αρχών στα ΑΕΙ, αναδεικνύεται η πολιτική αλλεργία της ΝΔ σε κάθε έννοια ουσιαστικής δημοκρατικής λειτουργίας. Χωρίς κανένα λόγο επανεισάγει την υποχρεωτική ηλεκτρονική ψηφοφορία, τα προβλήματα δημοκρατικής εγκυρότητας της οποίας είχαν αναφανεί στην εφαρμογή της επί Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου. Ο περιορισμός του εκλεκτορικού σώματος στα μέλη ΔΕΠ, αποκλείοντας την υπόλοιπη εργαζόμενη πανεπιστημιακή κοινότητα για την εκλογή του διοικητικού προϊσταμένου τους επιδεικνύει το αριστοκρατικό πνεύμα της ΝΔ, την απέχθεια της στην ισότιμη δημοκρατική συμμετοχή και ευθύνη.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ δεν μας αιφνιδιάζει με τις ιδέες της. Είναι γνωστές. Είναι γνωστές και οι καταστροφικές συνέπειες εφαρμογής των ίδιων πολιτικών στην Παιδεία εδώ και δεκαετίες. Ηθικά αδίστακτη και κοινωνικά ανάλγητη, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, αντί να αξιοποιήσει την δεδηλωμένη πρόθεση του πολιτικού κόσμου και της εκπαιδευτικής κοινότητας να συμβάλλουν στην ασφαλή έξοδο από τους περιορισμούς της πανδημικής κρίσης, χρησιμοποιεί το «μένουμε σπίτι» ως εμβρυουλκό των αναχρονιστικών και νεοφιλελεύθερα ιδεοληπτικών προταγμάτων της. Με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε άτυπη αργία, την εκπαιδευτική κοινότητα «Εξ αποστάσεως» και τη κοινωνία σε καραντίνα η κ. Κεραμέως νομίζει πως δικαιούται να εκβιάζει τη τυπική νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου. Αντί να θέσει τις πολιτικές της στη βάσανο της δημοκρατικής διαβούλευσης και αντιπαράθεσης, σε εύλογο χρόνο, επιλέγει την επιβολή σιωπητηρίου. Δυστυχώς για την ίδια και τη κυβέρνηση, τα μαθήματα Δημοκρατίας δεν διακόπτονται ποτέ…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.