Κλείνοντας το τέταρτο κατά σειράν σημείωμά μας για το ανθρώπινο
δυναμικό της Ελληνικής Αστυνομίας και την αναγκαιότητα μιας ουσιαστικής
πολιτικής ειδικά για αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στη
λειτουργία και στο ρόλο του.
Ο συνδικαλισμός, επειδή ακριβώς γεννήθηκε και εδραιώθηκε με
τη στήριξη των κομμάτων της αριστεράς, είχε εξ αρχής μια αγωνιστική
διεκδικητική κατεύθυνση, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνούσε. Τόσο το ΠΑΣΟΚ επί
των ημερών του οποίου ιδρύθηκαν τα πρώτα «παράνομα» σωματεία (1988) και
θεσμοθετήθηκε ο συνδικαλισμός (1994) όσο και η Νέα Δημοκρατία που προωθούσε μια
ιδιότυπη λειτουργία σωματείων αστικού τύπου και όχι με βάση τον νόμο 1264/82, ποτέ
δεν εργάστηκαν για την πλήρη αποκομματικοποίηση της αστυνομίας. Ό,τι έγινε (κατάργηση
ρουσφετολογικών προσλήψεων, αντικειμενικό σύστημα μεταθέσεων κλπ), έγινε με
πρωτοβουλία των συνδικαλιστών και όχι των κομμάτων αυτών. ΠΑΣΟΚ και Νέα
Δημοκρατία, ανεπισήμως επένδυαν στην ποδηγέτηση του συνδικάτου και είχαν ως
στρατηγική τους επιλογή την διατήρηση καλών σχέσεων σε προσωπικό επίπεδο με
προεδρεία, υπηρεσιακούς και μη παράγοντες με κύριο στόχο την άσκηση
επιρροής και την απόκτηση ωφελημάτων. Στο βαθμό δε που υπήρχαν αντιστάσεις είτε
αποκαλύπτονταν οι κομματικές επιδιώξεις τους είτε αξιοποιούνταν θετικά για τους
αστυνομικούς και το συνδικάτο τους.
Από αυτό το πλαίσιο κομματικής προσέγγισης του συνδικαλισμού
των αστυνομικών, απουσίαζε επομένως σκοπίμως η ουσιαστική πολιτική για το
ανθρώπινο δυναμικό της αστυνομίας. Όλα υπόκειντο στην κυρίαρχη αντίληψη του
εκάστοτε υπουργού και των συμφερόντων που αναλάμβανε να υπηρετεί παρά στις απαιτήσεις
των υφισταμένων του. Απτά παραδείγματα, οι αποφάσεις που ελήφθησαν
«υπερκομματικά» και πριν και επί εποχής μνημονίων, όπου επικράτησε η λογική της
ισοπέδωσης των πάντων.
Το συνδικάτο των αστυνομικών συνολικά διεκδικεί τη
λειτουργία μιας σύγχρονης, δίκαιης και δημοκρατικής αστυνομίας και προβάλει ένα
διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο δεν είναι συντεχνιακό. Υπεραμύνεται του
ακομμάτιστου χαρακτήρα του, λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες της κοινωνίας και
θέτει φρένο στην ακατάσχετη χρησιμοποίηση της αστυνομίας για την επιβολή δια
πυρός και σιδήρου της κυβερνητικής πολιτικής που έρχεται σε κατάφορη αντίθεση
με τα λαϊκά συμφέροντα.
Όμως όσο το συνδικαλιστικό κίνημα των αστυνομικών
περιορίζεται σε διεκδικήσεις για καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας
(αξιοπρεπείς μισθούς, σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή κλπ) και δεν συνδυάζει το
αίτημα αυτό με μια συνολική πολιτική για το ανθρώπινο δυναμικό, δεν θα
επιτυγχάνεται ο κεντρικός του στόχος. Θα διαιωνίζεται η «ανωμαλία» που
εξακολουθεί να υπάρχει και η οποία λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις ουκ ολίγες
φορές.
Κραυγαλέο παράδειγμα το συνεχιζόμενο χάσμα ανάμεσα στους
αστυνομικούς, λόγω της στρεβλής ιεραρχικής σχέσης ανωτέρων και κατωτέρων. Πώς είναι
δυνατόν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να κοκορεύονται ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για την
εύρυθμη λειτουργία της αστυνομίας όταν δεν έχουν ακόμα σβήσει τις παρενέργειες της
συγχώνευσης Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων (οι νέοι αστυνομικοί ακόμα ασφαλίζονται
στα ταμεία τους με έναν μαθηματικό τύπο που διαιωνίζει μια εικονική προέλευση
ως χωροφυλάκων ή αστυφυλάκων της ΑΠ).
Χωρίς να εννοούμε την
κατάργηση της ιεραρχίας και της βαθμολογικής εξέλιξης του προσωπικού, προβάλλει
ως κομβικό ζήτημα η εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των αστυνομικών,
ανεξαρτήτως βαθμού και υπηρεσιακής θέσεως. Το ζήτημα της ηγεσίας και του
ηγήτορα μοιάζει να μην απασχολεί, ίσως επειδή θεωρείται ακατόρθωτος ένας άλλος,
πιο δημοκρατικός τρόπος διοίκησης. Ισως επειδή έχει παγιωθεί η άποψη ότι
πειθαρχία και δημοκρατία είναι έννοιες ασύμβατες. Ή πάλι διότι οι αστυνομικοί
έχουν χαμηλό βαθμό αυτοεκτίμησης, όντας μονίμως στο στόχαστρο της κοινωνίας,
και θεωρούν ότι είναι εκ των προτέρων χαμένη κάθε προσπάθεια αλλαγής της
επικρατούσας κατάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί αστυνομικοί θεωρούν απίθανα
όλα αυτά που αναφέρουμε εδώ για τις σχέσεις της αριστεράς με το συνδικαλισμό τους
ή εκφράζονται χυδαία για τους εκπροσώπους της ενώ θεωρούν περίπου φυσιολογικό
το δούλεμα που υφίστανται από την άλλη πλευρά.
Το γεγονός ότι οι αστυνομικοί νιώθουν ότι δεν τους
εμπιστεύονται γενικώς τόσο στο εσωτερικό του οργανισμού τους όσο και στο
εξωτερικό περιβάλλον εργασίας τους, επηρεάζει τη σκέψη και την συμπεριφορά τους
και σε αυτά ακόμα τα ζωτικής σημασίας, εσωτερικά ζητήματα λειτουργίας. Έτσι,
όμως, εύκολα ο κατώτερος δεν χωνεύει τον ανώτερό του και το αντίθετο. Η
αστυνομία βρίσκεται σε διαρκή εσωστρέφεια με αποτέλεσμα να χάνεται η συνέχεια και
να λησμονείται γρήγορα κάθε θετική ανταπόκριση. Όλα αυτά λειτουργούν επιβαρυντικά
και για έναν ακόμα λόγο. Δεν έχει εξασφαλιστεί ούτε η έξωθεν καλή μαρτυρία
(κρούσματα διαφθοράς, υπερβολική βία, άστοχες ενέργειες κλπ) με αποτέλεσμα η
λειτουργία της αστυνομίας να μην ενδιαφέρει τον κόσμο κι ας έχει καθημερινά στα
χείλη του τη φράση «τι κάνει η αστυνομία», «πού είναι η αστυνομία» κλπ.
Μόνη της επομένως η αστυνομία δεν μπορεί να βγει από την
εσωστρέφεια. Το προσπαθεί χρόνια τώρα με υπουργούς που της υπόσχονται πολλά,
αλλά που στο τέλος φεύγουν άλλοι δεδοξασμένοι κι άλλοι ξεφωνημένοι, ενώ το
βασικό πρόβλημα παραμένει. Ο χαμηλός βαθμός αυτοεκτίμησης των αστυνομικών και
το έλλειμμα εμπιστοσύνης από την πλευρά του πολίτη.
Πρωτεργάτης για να αλλάξει σελίδα η αστυνομία, ασφαλώς και πρέπει
να είναι το ίδιο το αστυνομικό προσωπικό, αλλά σε συνεργασία με την κοινωνία
και τα αντιπροσωπευτικά της όργανα. Ένα τέτοιο διεκδικητικό πλαίσιο μπορεί και
πρέπει να το δει με ιδιαίτερη προσοχή μια κυβέρνηση της αριστεράς αύριο
υπερφαλαγγίζοντας τους φόβους που καλλιεργούνται τεχνηέντως ενόψει των
επικείμενων βουλευτικών εκλογών περί δήθεν αφοπλισμού της αστυνομίας, διάλυσης
των ΜΑΤ, απολύσεων αστυνομικών, μειώσεων μισθών κλπ.
Μια τέτοια συνδικαλιστική στρατηγική είναι φυσικό να ενοχλεί
πολλούς εντός κι εκτός Ελλάδας. Ιδίως εκείνους που νομίζουν ότι έχουν …
πάρει με το στεφάνι τους αστυνομικούς μας και μπορούν να τους εκμεταλλεύονται
γα πάντα.
#enatokalopaidi
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.