Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ: «Φυσικά είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;»


Η φράση ανήκει σε δόκιμο αξιωματικό της ελληνικής αστυνομίας. Αυριανό στέλεχος ή ακόμα και μελλοντικό αρχηγό του Σώματος. Ειπώθηκε –μεταξύ άλλων τεράτων – κατά τη διάρκεια σεμιναριακού μαθήματος στη Σχολή Aστυνομικών στην Αμυγδαλέζα παρουσία μάλιστα εκπαιδευτών. Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας που παρέδωσε τις διαλέξεις δέχτηκε να μας μιλήσει. Τα όσα εξιστορεί αποτελούν αντικείμενο μιας ΕΔΕ, που όμως καθυστέρησε έναν χρόνο.

Από το «λευκό πόρισμα» που έδωσε στη δημοσιότητα το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αμέσως μετά τις συλλήψεις των μελών της Χρυσής Αυγής, σχετικά με την έρευνα που διεξήγαγε η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ για τη διασύνδεση αστυνομικών με το νεοναζιστικό μόρφωμα, πληροφορηθήκαμε ότι «από τα στοιχεία που αξιολογήθηκαν και παρουσιάζονται στην έκθεση, δεν διαπιστώνονται συγκροτημένες ομάδες εν ενεργεία αστυνομικών, που να επιδιώκουν κοινό εγκληματικό σκοπό και να τελούν μεταξύ τους σε τέτοια σχέση ώστε να αισθάνονται, έναντι αλλήλων, ως ενιαία μονάδα. Δεν συγκροτούνται πυρήνες ή αδιαφανείς φράξιες ή παρασυνταγματικοί πόλοι στην Ελληνική Αστυνομία, που στο σύνολό της αποτελεί πυλώνα της δημοκρατικής τάξης».

Πριν λίγες ημέρες, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris 11 και πρώην σύμβουλος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επί Χρήστου Παπουτσή Αναστασία Τσουκαλά κλήθηκε, στο πλαίσιο Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, να καταθέσει την εμπειρία της από τις διαλέξεις που παραχώρησε στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας στην Αμυγδαλέζα πριν από ένα χρόνο. Το θέμα των διαλέξεων ήταν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Η εμπειρία της είναι κάτι περισσότερο από αποκαλυπτική και σε πλήρη αντίθεση με τα συμπεράσματα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων.

Αντιρατσιστική διάλεξη στη Αμυγδαλέζα

Τον Ιανουάριο του 2013, ο τότε Διοικητής της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας ταξίαρχος Γεώργιος Σταύρακας ενημερώνει την κ. Τσουκαλά ότι το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής Αξιωματικών της Αστυνομίας στην Αμυγδαλέζα θα περιλάμβανε εφεξής έναν κύκλο σεμιναρίων με θέμα το ρατσισμό και την ξενοφοβία και την προσκαλεί να κάνει μια σειρά σχετικών διαλέξεων στους δόκιμους αξιωματικούς του 2ου, 3ου και 4ου εκπαιδευτικού τμήματος. Αυτό ισοδυναμεί με τους 2ετείς, 3ετείς και 4ετείς φοιτητές μιας Πανεπιστημιακής Σχολής. Αποδέχεται την πρόσκληση, αλλά αρνείται να λάβει την προβλεπόμενη αμοιβή.

Έτσι λοιπόν στις 28 Φεβρουαρίου και στις 4 Μαρτίου πραγματοποιεί δύο δίωρες διαλέξεις στους δόκιμους αξιωματικούς του 4ου εκπαιδευτικού τμήματος. Οι διαλέξεις, οι οποίες βιντεοσκοπούνταν φανερά, πραγματοποιήθηκαν ομαλά. «Το περιεχόμενο των διαλέξεων βιντεοσκοπήθηκε για παιδαγωγικούς σκοπούς αλλά, απ’ ό,τι έμαθα, δεν τέθηκε ποτέ στη διάθεση των δοκίμων και έχει πλέον σβηστεί. Έχω κρατήσει όμως τη δική μου ηχογράφηση των διαλέξεων» μας λέει.

Στις 5 Μαρτίου ακολουθεί η πρώτη δίωρη διάλεξη στους δόκιμους αξιωματικούς του 3ου εκπαιδευτικού τμήματος, στην οποία επαναλαμβάνει ουσιαστικά όσα είχε πει στις προηγούμενες. Στο τέλος της διάλεξης παραχωρεί στους δόκιμους ένα τέταρτο για να θέσουν τυχόν ερωτήσεις. Η συζήτηση διήρκεσε τελικά 45 λεπτά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάλεξη και τη συζήτηση παρευρίσκονταν στην αίθουσα οι εκπαιδευτές των δοκίμων αξιωματικών, οι οποίοι παρέμειναν απολύτως αμέτοχοι στα γεγονότα που ακολουθούν αποφεύγοντας να κάνουν συστάσεις στους δόκιμους.

Οι περήφανοι φασίστες της Αστυνομίας

«Πήρε αρχικά τον λόγο ένας δόκιμος που μου ανακοίνωσε ότι διαφωνούσε ριζικά με όλα όσα είχα πει διότι δεν δεχόταν ότι οι μετανάστες ήταν ίσοι με τους Έλληνες. Σχολιάζοντας τη δήλωσή του, εξήγησα ότι, μιλώντας με πολιτικούς όρους, η αποδοχή της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, με βάση φυλετικά ή εθνοτικά κριτήρια, δεν προσιδιάζει στη δημοκρατία αλλά σε καθεστώτα αυταρχικά και ολοκληρωτικά, φασιστικού τύπου. Ο δόκιμος συμφώνησε αβίαστα μαζί μου, λέγοντας: “Μα, είμαστε φασίστες. Και είμαστε περήφανοι που είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;”». Η δήλωσή του προκάλεσε ενθουσιώδη χειροκροτήματα από τους συμφοιτητές του. Η κ. Τσουκαλά, πάλι, επιχείρησε να εξηγήσει ότι «οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις πολιτικές πεποιθήσεις των αστυνομικών. Αυτό που προσδοκούν είναι να μην επηρεάζονται οι αστυνομικοί από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους διότι σε ένα κράτος δικαίου οι αστυνομικοί οφείλουν να εφαρμόζουν το νόμο ουδέτερα και απρόσωπα, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ισονομία».

Η απάντησή της αυτή προκάλεσε την αντίδραση ενός άλλου δόκιμου, ο οποίος της είπε ότι, ως καθηγήτρια εγκληματολογίας, θα όφειλε να γνωρίζει ότι «ο νόμος δεν έχει αυτοτελή αξία γιατί είναι κοινωνική κατασκευή, που αντανακλά τις εκάστοτε πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες». «Συμφώνησα θεωρητικά με το σχόλιο του» μας εξηγεί «προσδιορίζοντας όμως ότι το δημοκρατικό πολίτευμα βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο ότι οι πολίτες αποδέχονται, κοινή συναινέσει, τη συμβατική αλήθεια του νόμου ως κρατούσα αρχή ρύθμισης του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Συμπλήρωσα λέγοντας ότι, επειδή όλοι γνωρίζουν ότι το συμβατικό δεν μπορεί να είναι μόνιμο, όλοι αποδέχονται τον προσωρινό χαρακτήρα της εκάστοτε νομοθετικής ρύθμισης, χωρίς όμως να αμφισβητούν την ισχύ της – πράγμα που δηλώνεται σαφώς από τη φράση “Νόμος ορίζει”».

Η διευκρίνιση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του δόκιμου, ο οποίος απάντησε ότι «Είναι απαράδεκτο να ζητά από έναν αστυνομικό να εφαρμόζει νόμους με τους οποίους διαφωνεί. Ο αστυνομικός έχει κριτικό πνεύμα και δεν μπορεί παρά να εφαρμόσει μόνο τους νόμους εκείνους με τους οποίους συμφωνεί. Το “νόμος ορίζει” είναι υποκριτικό και δεν δεσμεύει τον αστυνομικό». Η δήλωσή του συνοδεύτηκε και πάλι από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των συμφοιτητών του.

Οι χαρτογιακάδες, ο Χίτλερ και η σημαία

Η καθηγήτρια επιχειρεί εκ νέου να διαπιστώσει αν τουλάχιστον θεωρούν ότι δεσμεύονται από την ιεραρχία τους. «Είπα ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχει μεγάλη σημασία το αν συμφωνούν ή διαφωνούν με το περιεχόμενο του νόμου που καλούνται να εφαρμόσουν διότι, στο βαθμό που εκτελούν τις εντολές των ανωτέρων τους, είναι τελικά πολύ πιθανό να εφαρμόσουν πιστά το νόμο. Πήρε τότε το λόγο ένας άλλος δόκιμος, που δήλωσε απαξιωτικά ότι “στην Κατεχάκη είναι όλοι τους ανίκανοι, άχρηστοι χαρτογιακάδες, στην υπηρεσία της κάθε κυβέρνησης”. Ολοκλήρωσε τη σκέψη του, εν μέσω γενικής θυμηδίας, λέγοντας ότι είναι αδιανόητο να ζητάω από έναν αστυνομικό να προσαρμόσει τη δράση του στις εντολές που δέχεται από αξιωματικούς που, αφενός, επιδιώκουν να προωθήσουν την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική και, αφετέρου, είναι άσχετοι προς τα επιχειρησιακά ζητήματα που προκύπτουν εν ώρα δράσης».

Στην προσπάθειά της να εντοπίσει ένα γενικά αποδεκτό σημείο αναφοράς, που να θεωρούν ότι τους δεσμεύει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τους υπενθύμισε ότι θα ορκιστούν πίστη στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και τους ρώτησε αν προτίθενται να γίνουν επίορκοι. «Μου απάντησε ένας άλλος δόκιμος διευκρινίζοντας ότι “ο όρκος στο Ευαγγέλιο δεσμεύει μόνο τους χριστιανούς και όχι τους φασίστες που, συνήθως, είναι παγανιστές”». Και αυτή η δήλωση προκάλεσε γενική θυμηδία και ενθουσιώδη χειροκροτήματα.

Καθώς η συζήτηση εξελισσόταν σε ένα οριακά πολιτισμένο πλαίσιο, πήρε τον λόγο ένας άλλος δόκιμος επανερχόμενος στο θέμα των εθνικών συμβόλων, που είχε αναλύσει στη διάλεξή της. Έχοντας αναπτύξει το επιχείρημα ότι η ξενοφοβία υποδηλώνει αδύναμη εθνική ταυτότητα (διότι ένας ισχυρός πολιτισμός δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά ανοίγεται με αυτοπεποίθηση προς τους άλλους πολιτισμούς), είχε εξηγήσει ότι η εμμονική προβολή εθνικών συμβόλων εκφράζει πολιτισμική παρακμή και όχι ισχύ, προσθέτοντας ότι, αντίθετα από ό,τι νομίζουν οι εθνικιστές, η εμμονική χρήση των εθνικών συμβόλων δεν συνιστά εκδήλωση εθνικής υπερηφάνειας αλλά ομολογία αγωνίας για τη φθίνουσα ισχύ του έθνους. Μεταξύ των διαφόρων παραδειγμάτων εμμονικής χρήσης εθνικών συμβόλων, είχε αναφέρει τη διαδεδομένη παραποίηση της στολής των αστυνομικών με την προσθήκη της ελληνικής σημαίας.

«Θίγοντας λοιπόν το σημείο αυτό, ο δόκιμος με ρώτησε επιθετικά αν ντρεπόμουν για τη σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο και για το εθνόσημο που κοσμούσε το βάθρο από όπου μιλούσα. Προκαταλαμβάνοντας την όποια απάντησή μου, δήλωσε ότι εκείνος ήταν περήφανος για τη σημαία, γιατί “γι’ αυτήν τη σημαία είχε δώσει το αίμα του ο πατέρας του, και ο πατέρας του πατέρα του, όταν πολεμούσαν για την πατρίδα”. Τόνισε επομένως ότι έθετε τη μελλοντική δουλειά του στην υπηρεσία αυτής της σημαίας, στην υπηρεσία της πατρίδας του, διότι “όταν μπαίνει στο περιπολικό ξέρει ότι πάει για πόλεμο, και στον πόλεμο μόνο η σημαία τον εμπνέει”. Όταν κόπασαν τα θυελλώδη χειροκροτήματα των συμφοιτητών του, τον ρώτησα να μου πει ποιος ήταν ο εχθρός του στον πόλεμο αυτό. Καθώς δεν μου απάντησε, έθεσα την ερώτηση σε όλους τους δόκιμους. Την τέταρτη συνεχόμενη φορά που έθεσα το ερώτημα “Ποιος είναι ο εχθρός σας όταν μπαίνετε στο περιπολικό;”, μια φωνή από το βάθος της αίθουσας είπε ειρωνικά “ο κακοποιός, ποιος άλλος;” προκαλώντας γενική θυμηδία».

Στις 7 Μαρτίου η κ. Τσουκαλά επιστρέφει για τη δεύτερη δίωρη διάλεξη στους δόκιμους αξιωματικούς του ίδιου τμήματος. Στο ακροατήριο υπήρχαν ανάμεσα στους δόκιμους ορισμένοι μεσήλικες, αγνώστων λοιπών στοιχείων. «Πριν ξεκινήσω τη διάλεξή μου, ζήτησα από τους δόκιμους να με βοηθήσουν να καταλάβω πόσο καλά γνώριζαν τα θέματα που είχαμε θίξει την προηγούμενη φορά. Ρώτησα αν μπορούσε κάποιος να μου εκθέσει συνοπτικά τα κύρια σημεία του φιλοσοφικού και πολιτικού συστήματος το οποίο, κατά δήλωσή τους, ασπάζονταν οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι δόκιμοι, και να μου εξηγήσει τη θέση που κατέχει το άτομο σε μια φασιστική κοινωνία. Μου απάντησαν δύο εντυπωσιακά καλά καταρτισμένοι δόκιμοι, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στην παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών που είχα ζητήσει, αλλά άρχισαν να αναλύουν διεξοδικά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ Φράνκο, Μουσολίνι και Χίτλερ, τις σχέσεις του φασισμού με το τραπεζικό σύστημα, τα αίτια της διαφορετικής αντιμετώπισης του εβραϊκού στοιχείου από τη μια χώρα στην άλλη κ.ο.κ. Ζήτησαν το λόγο και άλλοι δόκιμοι, προκειμένου να αναπτύξουν άλλες πτυχές του θέματος, αλλά δεν τους τον παραχώρησα γιατί κινδύνευα να μην έχω πλέον επαρκή χρόνο να ολοκληρώσω τη διάλεξή μου. Στο τέλος της διάλεξης, παραχώρησα το λόγο στους δόκιμους για τυχόν ερωτήσεις. Δεν μου τέθηκε καμία ερώτηση».

Η ΕΔΕ που άργησε έναν χρόνο

Όταν ολοκλήρωσε τον κύκλο των διαλέξεών της, κατήγγειλε τα έκτροπα στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. «Την 1η Απριλίου 2014, με πήραν τηλέφωνο στο Παρίσι από την ΕΛ.ΑΣ για να μου ανακοινώσουν ότι διεξαγόταν ΕΔΕ για τα έκτροπα του Μαρτίου 2013 και ότι με καλούσαν να καταθέσω». Τη ρωτάμε αν θεωρεί ότι η καθυστέρηση του ενός χρόνου και το γεγονός ότι την επόμενη ακριβώς ημέρα από το τηλεφώνημα που δέχτηκε αποκαλύφθηκε το περιβόητο βίντεο Κασιδιάρη-Μπαλτάκου είναι τυχαία γεγονότα ή προσπάθεια εκ μέρους της κυβέρνησης να φιλοτεχνήσει το δημοκρατικό της προφίλ, ξεθάβοντας από το συρτάρι υποθέσεις σαν κι αυτή. «Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι συνέβη ενδιαμέσως. Μετά την αρχική μου καταγγελία και μέχρι το τηλεφώνημα αυτό δεν είχα άλλη ενημέρωση. Όταν κατέστησα σαφές ότι δεν μπορούσα να μεταβώ άμεσα στην Αθήνα για να δώσω κατάθεση, μου δόθηκε η εντύπωση ότι η ΕΔΕ είχε επείγοντα χαρακτήρα. Όταν, στα μέσα Απριλίου, ανακοίνωσα ότι ήμουν διαθέσιμη συνειδητοποίησα πως η πίεση για άμεση διεξαγωγή της ΕΔΕ είχε ατονήσει. Τελικά, η ΕΔΕ ξεκίνησε όταν έδωσα κατάθεση στις 20 Μαΐου 2014».

Τα γεγονότα που καταγγέλλει η κ. Τσουκαλά δείχνουν ότι στην Ελληνική Αστυνομία δεν υπάρχουν απλώς «θύλακες» της Χρυσής Αυγής ή «ακροδεξιά σταγονίδια». Δείχνουν επίσης ότι η υποστήριξη της αστυνομίας προς τη Χρυσή Αυγή, που μαρτυρείται από τη συντριπτική ψήφο των αστυνομικών υπέρ των νεοναζί και στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δεν είναι ούτε συγκυριακό φαινόμενο ούτε σύμπτωμα της κρίσης. Απεναντίας, η εικόνα που σχηματίζεται είναι αυτή της συστηματικής καλλιέργιας των φασιστικών ιδεών κατά την εκπαίδευση των αστυνομικών και μάλιστα τόσο απροκάλυπτα ώστε οι αυριανοί υπηρέτες του δημοκρατικού νόμου να μη νιώθουν ούτε καν φόβο να διατυμπανίσουν ότι είναι φασίστες.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.