Η αναδιοργάνωση της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πάγιο αίτημα των αστυνομικών από τα πρώτα συνδικαλιστικά τους βήματα, ήταν αίτημα της αριστεράς που με κάθε ευκαιρία το έφερνε στο προσκήνιο, αλλά και αναγκαιότητα για την κοινωνία και την ίδια την αστυνομία.
Η αναδιοργάνωση στην ΕΛ.ΑΣ. έπρεπε να γίνει με στόχο την αλλαγή του προσανατολισμού και λειτουργίας της με όρους κοινωνίας, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες της, τις παθογένειές της, τα πραγματικά στοιχεία της εγκληματικότητας, της παραβατικότητας, τις μορφές που παίρνει, καθώς και τις ελλείψεις της ΕΛ.ΑΣ. για την αντιμετώπισή τους.
Σαν αφετηρία θα έπρεπε να έχει
τουλάχιστον, την διόρθωση των κακώς κειμένων, τα οποία δυστυχώς είναι
πολλά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ασφάλεια, είναι συνταγματικό δικαίωμα για
όλους τις πολίτες της επικρατείας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου και
θρησκείας, θα έπρεπε να απεγκλωβιστεί από τον κομματικό εναγκαλισμό και
την εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση. Ουσιαστικά αυτό που χρειαζόταν
ήταν μεταρρύθμιση μακράς πνοής και όχι αναδιοργάνωση των υφιστάμενων
δομών και μάλιστα με εντελώς εμπειρικό τρόπο. Η ελληνική κοινωνία
χρειάζεται ένα νόμο πλαίσιο για τη λειτουργία όλων των υπηρεσιών
ασφαλείας, είτε αυτές είναι στην αστυνομία, στην πυροσβεστική, στο
λιμενικό, στην ΕΥΠ, κλπ, και όχι αποσπασματικά μέτρα, που για ευνόητους
πολιτικούς λόγους, ψηφίζονται εσπευσμένα.
Ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε να έχει την ελάχιστη δυνατή συναίνεση αυτών που θα το εφαρμόσουν και αυτών που θα είναι αποδέκτες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο εγχείρημα, με την κοινή λογική, απαιτούσε την κατάρτισή του από μια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εξειδικευμένοι επιστήμονες, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνικοί φορείς. Πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ωw απάντηση στις πρώτες εξαγγελίες του υπουργού το 2012, η οποία άλλωστε ήταν και πρόταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών εδώ και μια δεκαετία. Αντί γι' αυτό ο υπουργός δημοσιοποίησε ένα σχέδιο για διαβούλευση, τον Ιούλιο του 2013, το οποίο είχε την πλήρη απόρριψη των αστυνομικών, αλλά και της πλειοψηφίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μετά από αυτό, κατέθεσε ένα διαφορετικό σχέδιο στην επιτροπή της Bουλής το Φεβρουάριο του 2014, το οποίο με την παρουσίασή του προκάλεσε την αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών και της αντιπολίτευσης, οι οποίοι ζήτησαν την απόσυρσή του.
Το σχέδιο αυτό είναι αγνώστου πατρός, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις και οι επιστημονικές μελέτες που είχαν καταθέσει οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, δεν ρωτήθηκαν υπηρεσιακοί παράγοντες με εμπειρία και αγνοήθηκαν προτάσεις και μελέτες τους που είχαν κατατεθεί για την βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών και της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ το σύνολο των υπηρεσιακών παραγόντων δήλωσε άγνοια του τρόπου κατάρτισής του. Οι έχοντες και την ελάχιστη γνώση για την αστυνομία, εύκολα διέκριναν την προχειρότητα κατάρτισής του. Πρόκειται για ένα γονατογράφημα που όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε κανένα από τα χρονίζοντα προβλήματα της υπηρεσίας και του προσωπικού, αλλά αντίθετα τα πολλαπλασιάζει, διαιρώντας την αστυνομία, προκαλώντας αλληλοεπικαλύψεις, υπερσυγκέντρωση αντί για αποκέντρωση, δυσλειτουργία, πολύπλοκο τρόπο διοίκησης, δυσκολίες στον συντονισμό και στην λήψη αποφάσεων, ενέχοντας τον κίνδυνο συγκρούσεων μεταξύ των υπηρεσιών και αύξηση της γραφειοκρατίας αντί για μείωσή της.
Οι υποτιθέμενες προσθήκες και τροποποιήσεις για να το κάνουν λειτουργικότερο, επιβεβαιώνουν την προχειρότητά του, την ορθότητα της κριτικής που ασκήθηκε και αυτό που εξυπηρετούν, είναι να αποφευχθεί το φιάσκο και μια κυβερνητική κρίση. Ο κυβερνητικός εταίρος, το ΠΑΣΟΚ, ήταν αντίθετος εξ' αρχής, αλλά σύρθηκε τελικά στο ναι σε όλα.
Στο νομοσχέδιο αυτό δεν αντιμετωπίζονται βασικά ζητήματα που αφορούν την λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ.. Ικανοποίηση μπορεί να αισθάνεται μόνο η τρόικα, που απαιτεί μια φθηνή αστυνομία με κακοπληρωμένους και κακοεκπαιδευμένους αστυνομικούς, κεντρικά ελεγχόμενους και κατευθυνόμενους για την εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής.
Βασική προτεραιότητα του Υπουργείου είναι η αναδιάρθρωση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, το οποίο άλλωστε από την πρώτη παράγραφο της αιτιολογικής έκθεσης επικαλείται, όπως και σε άλλα σημεία σε όλο το μήκος του ΝΣ με εκφράσεις όπως «νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, ορθολογική αναδιάρθρωση, απαλλαγή από περιττές και δαπανηρές ή απαρχαιωμένες δομές, πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας, δημοσιονομικές δεσμεύσεις» κοκ.
Ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε να έχει την ελάχιστη δυνατή συναίνεση αυτών που θα το εφαρμόσουν και αυτών που θα είναι αποδέκτες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο εγχείρημα, με την κοινή λογική, απαιτούσε την κατάρτισή του από μια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εξειδικευμένοι επιστήμονες, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνικοί φορείς. Πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ωw απάντηση στις πρώτες εξαγγελίες του υπουργού το 2012, η οποία άλλωστε ήταν και πρόταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών εδώ και μια δεκαετία. Αντί γι' αυτό ο υπουργός δημοσιοποίησε ένα σχέδιο για διαβούλευση, τον Ιούλιο του 2013, το οποίο είχε την πλήρη απόρριψη των αστυνομικών, αλλά και της πλειοψηφίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μετά από αυτό, κατέθεσε ένα διαφορετικό σχέδιο στην επιτροπή της Bουλής το Φεβρουάριο του 2014, το οποίο με την παρουσίασή του προκάλεσε την αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών και της αντιπολίτευσης, οι οποίοι ζήτησαν την απόσυρσή του.
Το σχέδιο αυτό είναι αγνώστου πατρός, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις και οι επιστημονικές μελέτες που είχαν καταθέσει οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, δεν ρωτήθηκαν υπηρεσιακοί παράγοντες με εμπειρία και αγνοήθηκαν προτάσεις και μελέτες τους που είχαν κατατεθεί για την βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών και της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ το σύνολο των υπηρεσιακών παραγόντων δήλωσε άγνοια του τρόπου κατάρτισής του. Οι έχοντες και την ελάχιστη γνώση για την αστυνομία, εύκολα διέκριναν την προχειρότητα κατάρτισής του. Πρόκειται για ένα γονατογράφημα που όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε κανένα από τα χρονίζοντα προβλήματα της υπηρεσίας και του προσωπικού, αλλά αντίθετα τα πολλαπλασιάζει, διαιρώντας την αστυνομία, προκαλώντας αλληλοεπικαλύψεις, υπερσυγκέντρωση αντί για αποκέντρωση, δυσλειτουργία, πολύπλοκο τρόπο διοίκησης, δυσκολίες στον συντονισμό και στην λήψη αποφάσεων, ενέχοντας τον κίνδυνο συγκρούσεων μεταξύ των υπηρεσιών και αύξηση της γραφειοκρατίας αντί για μείωσή της.
Οι υποτιθέμενες προσθήκες και τροποποιήσεις για να το κάνουν λειτουργικότερο, επιβεβαιώνουν την προχειρότητά του, την ορθότητα της κριτικής που ασκήθηκε και αυτό που εξυπηρετούν, είναι να αποφευχθεί το φιάσκο και μια κυβερνητική κρίση. Ο κυβερνητικός εταίρος, το ΠΑΣΟΚ, ήταν αντίθετος εξ' αρχής, αλλά σύρθηκε τελικά στο ναι σε όλα.
Στο νομοσχέδιο αυτό δεν αντιμετωπίζονται βασικά ζητήματα που αφορούν την λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ.. Ικανοποίηση μπορεί να αισθάνεται μόνο η τρόικα, που απαιτεί μια φθηνή αστυνομία με κακοπληρωμένους και κακοεκπαιδευμένους αστυνομικούς, κεντρικά ελεγχόμενους και κατευθυνόμενους για την εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής.
Βασική προτεραιότητα του Υπουργείου είναι η αναδιάρθρωση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, το οποίο άλλωστε από την πρώτη παράγραφο της αιτιολογικής έκθεσης επικαλείται, όπως και σε άλλα σημεία σε όλο το μήκος του ΝΣ με εκφράσεις όπως «νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, ορθολογική αναδιάρθρωση, απαλλαγή από περιττές και δαπανηρές ή απαρχαιωμένες δομές, πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας, δημοσιονομικές δεσμεύσεις» κοκ.
Το Ν/Σ όσον αφορά την Αστυνομία, δίνει
ιδιαίτερη έμφαση στην καταστολή (αστυνομοκρατία), όχι στην πρόληψη
(αστυνόμευση), δημιουργώντας το εύλογο ερώτημα αν αστυνομεύουμε με βάση
τον φόβο ή με βάση την εγκληματικότητα; Εμείς από την πλευρά μας
κρίνουμε ότι η Αστυνομία πρέπει να αποκαταστήσει την πραγματική ασφάλεια
του Πολίτη.
Διαπνέεται από την αντίληψη της αστυνομοκρατίας και όχι της αστυνόμευσης.
Για την δίωξη της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, αναφέρεται πρόληψη και καταστολή τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών ενεργειών. Τι σημαίνει εξτρεμιστική ενέργεια; Με την αυταρχική κατηφόρα της κυβέρνησης μπορεί να θεωρηθεί εξτρεμιστική ενέργεια οποιαδήποτε μορφή δράσης του λαϊκού κινήματος. Εμείς επιδιώκουμε μια αστυνομία στη υπηρεσία του λαού που θα παρέχει και θα διασφαλίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό της ασφάλειας και όχι έναν μηχανισμό αστυνόμευσης.
Χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής στον χώρο των Σωμάτων Ασφαλείας και κατά συνέπεια είναι ένα Ν/Σ δημοσιονομικής προσαρμογής, ακραίας δημοσιονομικής επίθεσης περικοπών και μείωσης των δομών, συρρίκνωσης, ηθικής και υλικής απαξίωσης του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή της ποιότητας αλλά και της ποσότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών Ασφάλειας στο κοινωνικό σύνολο.
Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στην παροχή υπηρεσιών ασφαλείας που είχαν δημόσιο χαρακτήρα.
Διαπνέεται από την αντίληψη της αστυνομοκρατίας και όχι της αστυνόμευσης.
Για την δίωξη της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, αναφέρεται πρόληψη και καταστολή τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών ενεργειών. Τι σημαίνει εξτρεμιστική ενέργεια; Με την αυταρχική κατηφόρα της κυβέρνησης μπορεί να θεωρηθεί εξτρεμιστική ενέργεια οποιαδήποτε μορφή δράσης του λαϊκού κινήματος. Εμείς επιδιώκουμε μια αστυνομία στη υπηρεσία του λαού που θα παρέχει και θα διασφαλίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό της ασφάλειας και όχι έναν μηχανισμό αστυνόμευσης.
Χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής στον χώρο των Σωμάτων Ασφαλείας και κατά συνέπεια είναι ένα Ν/Σ δημοσιονομικής προσαρμογής, ακραίας δημοσιονομικής επίθεσης περικοπών και μείωσης των δομών, συρρίκνωσης, ηθικής και υλικής απαξίωσης του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή της ποιότητας αλλά και της ποσότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών Ασφάλειας στο κοινωνικό σύνολο.
Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στην παροχή υπηρεσιών ασφαλείας που είχαν δημόσιο χαρακτήρα.
ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ;
Ο κομματικός εγκλωβισμός της αστυνομίας σε ένα κυβερνητικό μηχανισμό εξουσίας με κυρίαρχα τα φαινόμενα των πελατειακών σχέσεων παραμένει. Ήδη πληροφορούμαστε ότι οι αστυνομικοί εκφράζουν φόβους ότι θα αναγκαστούν να συνωστίζονται στα γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών για να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας κοντά στον τόπο συμφερόντων τους ... αφού παραμένει άγνωστο με τι κριτήρια θα στελεχωθούν οι νέες δομές. Μήπως το υπουργείο είναι προτιμότερο να καλέσει τους αστυνομικούς να δηλώσουν οι ίδιοι σε εύλογο χρονικό διάστημα πού θέλουν να υπηρετήσουν, αντί να κάνει βεβιασμένες ενέργειες για να εξυπηρετήσει το επικοινωνιακό του παιγνίδι; Δεν θα έπρεπε η στελέχωση των νέων δομών να λαμβάνει υπόψη της τα κοινωνικά κριτήρια και τις ανάγκες των ίδιων των αστυνομικών;
Η επιλογή της ηγεσίας συνεχίζει να γίνεται από το ΚΥΣΕΑ και όχι από τη Βουλή, συντηρώντας έτσι την εξάρτηση του αρχηγείου από την εκάστοτε κυβέρνηση και τον εναγκαλισμό της αστυνομίας με τις ένοπλες δυνάμεις και το στρατιωτικό χαρακτήρα σε ένα σώμα που συναλλάσσεται καθημερινά με τους πολίτες. Η δομή, η λειτουργία, η ιεραρχία, η εκπαίδευση, συνεχίζουν να έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα. Ο έλεγχος και η στήριξη της λειτουργίας της ΕΛ.ΑΣ. από αρμόδια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής αποφεύγεται επιδεικτικά. Γιατί;
Η ουσιαστική αναδιοργάνωση παραπέμπεται σε έκδοση προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων. Οι αλλαγές σε επίπεδο αστυνομικών υπηρεσιών θα γίνουν εν αγνοία του κοινοβουλίου με μοναδικό κριτήριο την ισχύ του κάθε υπουργού ή βουλευτή και τα συμφέροντα που θέλει να εξυπηρετήσει.
Το μεγάλο ζήτημα της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού που θα έπρεπε να είναι από τα πρώτα ζητούμενα, αντιμετωπίζεται με την μετατροπή της ακαδημίας σε Ν.Π.Δ.Δ. και το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας μεταφέρεται στην έκδοση Π.Δ.
Η κατάργηση των 6.700 κενών οργανικών θέσεων σε χαμηλόβαθμο προσωπικό και η ανάγκη δημιουργίας νέων διοικητικών σχημάτων, το μόνο που διασφαλίζει είναι καρέκλες σε ψηλούς βαθμούς. Με την κατάργηση αυτή οι υπηρεσίες που είχαν κενά θα παρουσιάζονται πλήρεις σε βάρος της αστυνόμευσης σε επίπεδο περιφέρειας, αυξάνει την επιβάρυνση στο ήδη καταπονημένο προσωπικό, συντηρεί και αυξάνει τις μετακινήσεις για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, απομακρύνει τη δυνατότητα των αστυνομικών να υπηρετήσουν κάποτε κοντά στον τόπο συμφερόντων τους, κατευθύνοντάς τους στην καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων για κάτι που δικαιούνται και φυσικά σταματάει η αναγκαιότητα πρόσληψης μέσων πανελλαδικών εξετάσεων.
Η διασφάλιση ότι κάποια κεκτημένα δεν θα πειραχθούν με την έκδοση των Π.Δ. μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα οι μεταθέσεις. Στην ουσία τι συμβαίνει σήμερα; Ο αντικειμενικός κώδικας μεταθέσεων έχει καταργηθεί διότι δεν γίνονται μεταθέσεις. Υπάρχουν προφανώς κάποιες χιλιάδες αστυνομικών που θέλουν να μετατεθούν στον τόπο συμφερόντων τους, αλλά είναι εγκλωβισμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Δεν ξέρει κανείς επίσης τι θα γίνει με την έκδοση των Π.Δ. για την νέα χωροθέτηση των Α/Τα με συγχωνεύσεις και καταργήσεις υπηρεσιών.
Δεν αναφέρει τίποτα για την βελτίωση παροχής υπηρεσιών στον πολίτη και την καλύτερη ανταπόκριση στις κλήσεις του, την βελτίωση της καθημερινής αστυνόμευσης και δεν αναφέρει τίποτα σε σχέση με την αστυνόμευση της γειτονιάς και την κοινοτική αστυνόμευση.
Όπως αγνόησε επιδεικτικά το θεσμικό ρόλο των ομοσπονδιών των αστυνομικών στην κατάρτιση του γονατογραφήματος, τους αγνοεί επιδεικτικά στη λειτουργία των Ε.Π.Σ.Α., ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και ΚΕ.Σ.ΠΑ.. Αυτά τα συμβούλια και επιτροπές θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικά εργαλεία δημοκρατίας και όσμωσης της αστυνομίας με την κοινωνία. Τι νόημα όμως έχει η θεσμοθέτησή τους όταν οι κοινωνικές υποδομές είναι διαλυμένες και μέχρι σήμερα τα ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και το ΚΕ.Σ.ΠΑ. δεν έχουν λειτουργήσει; Η χρησιμοποίηση της αστυνομίας, ιδιαίτερα από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, ενάντια στην κοινωνία, με μόνο προσανατολισμό την καταστολή και την επιτήρηση του πλήθους που περιθωριοποιείται, ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν στα χέρια αυτής της κυβέρνησης σε εργαλεία αυταρχισμού και εξυπηρέτησης άλλων σκοπιμοτήτων από αυτές που περιγράφονται στο αντίστοιχο άρθρο.
Σχετικό είναι και το έλλειμμα Δημοκρατίας που προκαλείται από την στρεβλή εφαρμογή πολιτικού ελέγχου. Ο πολιτικός έλεγχος από την κυβέρνηση ασκείται ασφυκτικά με τη μορφή "κομματικοποίησης" και επιτρέπει την σημαντική διείσδυση ακροδεξιών απόψεων και πρακτικών, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την αυξημένη επιρροή των απόψεων του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η διαχείριση του σύνθετου και μείζονος προβλήματος της Μετανάστευσης και των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η διαχείριση του προβλήματος γίνεται με αντιδημοκρατικές και αντιανθρωπιστικές μεθόδους. Το μεταναστευτικό, ενώ δεν είναι αστυνομικής φύσεως πρόβλημα, έχει αφεθεί στην Αστυνομία και τα Σώματα Ασφαλείας εν γένει, με τα γνωστά πολλές φορές τραγικά αποτελέσματα. Η μετανάστευση και το άσυλο αντί να υπαχθούν σε πολιτικό φορέα, εντάσσονται πλήρως στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
Ανατίθενται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ευρύτατες αρμοδιότητες ως προς την χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης. Οι προβλέψεις αυτές παραβιάζουν κατάφωρα διεθνείς και ενωσιακές δεσμεύσεις της χώρας μας, αλλά και πολιτικές δεσμεύσεις αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων για την θεσμοθέτηση μιας δίκαιης, αποτελεσματικής διαδικασίας ασύλου, καθώς και διαδικασίας πρώτης υποδοχής,. Σημειωτέον ό,τι οι παραβιάσεις των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων της Ελλάδας στον τομέα του ασύλου και των συνθηκών υποδοχής απετέλεσαν αντικείμενο δριμείας κριτικής από διεθνή και Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και συστηματικής καταδίκης από Διεθνή Δικαστήρια και δη, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο ρόλος των υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, όπως ορίζεται πολλαπλώς και στο παρόν σχέδιο νόμου, ειδικότερα στον τομέα της μετανάστευσης είναι αποτρεπτικός/κατασταλτικός. Ως εκ τούτου, ο ρόλος αυτός δεν είναι συμβατός με τις δράσεις τις οποίες ενισχύει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων και οδηγεί σε σύγχυση καθηκόντων που είναι βέβαιο ό,τι, θα επιφέρουν σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων. Η σύμπτωση, δε, όλων των αξόνων χρηματοδότησης στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και δη, του Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων, του Ταμείου Επιστροφών και τώρα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη χειραγώγηση και των τελευταίων θυλάκων συνδρομής των αιτούντων άσυλο και προσφύγων.
Η απαίτηση επίδειξης, κατά τη συναλλαγή, εν ισχύ ταξιδιωτικού εγ-γράφου και θεώρησης εισόδου ή άδειας διαµονής, για την αποστολή χρηµατικών εµβασµάτων στο εξωτερικό µέσω πιστωτικών ιδρυµάτων, επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών διαµεσολάβησης στη µεταφορά κεφαλαίων ή άλλων επιχειρήσεων, από πολίτες τρίτων χωρών, θέτει, κατ'αρχήν, παρανόμως εκτός συναλλαγών άτομα που νομίμως διαμέ-νουν στη χώρα μας και εξ ορισμού δεν δύνανται να διαθέτουν εν ισχύι ταξιδιωτικό έγγραφο και θεώρηση εισόδου, όπως οι αιτούντες άσυλο, οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας αλλά και οι πρόσφυγες, οι ο-ποίοι μπορεί να λάβουν ταξιδιωτικό έγγραφο ένα χρόνο μετά την αναγνώρισή τους. Όλοι οι ως άνω, έχουν εν ισχύι τίτλο διαμονής και δικαίωμα εργασίας στην Ελλάδα, το οποίο αναιρείται με την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 124, κατά παράβαση διεθνούς, ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας. Θα πρέπει να υπογραμμιστούν τα σοβαρά ζητήματα που έχουν ανακύψει με ερμηνείες ανάλογων ρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, σε βάρος των ως άνω προσώπων και την αδυναμία τους να λάβουν την αμοιβή της νόμιμης εργασίας τους ή να καταβάλουν το ενοίκιό τους. Επιπλέον, η διάταξη θέτει εκτός συναλλαγών άτομα που δεν δύνανται να ανανεώσουν ταξιδιωτικό έγγραφο για λόγους ανωτέρας βίας(π.χ δυσλειτουργία προξενικών αρχών) αλλά και πρόσωπα που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, γιατί η απέλασή τους έχει ανασταλεί επειδή είναι ανέφικτη ή/και αντίκειται στο διεθνές δίκαιο και στο Σύνταγμα(όπως οι Σύροι πρόσφυγες) και δεν διαθέτουν άδεια διαμονής ούτε ταξιδιωτικό έγγραφο, ωστόσο έχουν δικαίωμα παραμονής στη χώρα μας.
Οι άνθρωποι αυτοί θα βρεθούν σε απόλυτη αδυναμία να ρυθμίσουν νομίμως, βασικές βιοτικές τους ανάγκες, να δεχθούν ή και να αποστείλουν χρήματα, και θα εξαναγκαστούν να στραφούν σε λύσεις που θα τους θέσουν σε κίνδυνο εκμετάλλευσης. Απαιτείται λοιπόν , σε κάθε περίπτωση, η συμπερίληψη των ως άνω κατηγοριών προσώπων και η διευκόλυνσή τους στις συναλλαγές.
Η θέση, δε, ενός αυθαίρετου ορίου (σε περίπτωση που το αποστελλόµενο ποσό υπερβαίνει το τεσσαρακονταπλάσιο του κατω-τάτου ηµεροµισθίου του ανειδίκευτου εργάτη ανά µήνα) για την τήρηση όλων των µέτρων δέουσας επιµέλειας του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 (Α΄166),στο άρθρο 124 παρ.2, συνιστά κατάφωρη διάκριση. Η ΔΙΆΤΑΞΗ ΘΑ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΛΕΙΦΘΕΊ.
Ο κομματικός εγκλωβισμός της αστυνομίας σε ένα κυβερνητικό μηχανισμό εξουσίας με κυρίαρχα τα φαινόμενα των πελατειακών σχέσεων παραμένει. Ήδη πληροφορούμαστε ότι οι αστυνομικοί εκφράζουν φόβους ότι θα αναγκαστούν να συνωστίζονται στα γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών για να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας κοντά στον τόπο συμφερόντων τους ... αφού παραμένει άγνωστο με τι κριτήρια θα στελεχωθούν οι νέες δομές. Μήπως το υπουργείο είναι προτιμότερο να καλέσει τους αστυνομικούς να δηλώσουν οι ίδιοι σε εύλογο χρονικό διάστημα πού θέλουν να υπηρετήσουν, αντί να κάνει βεβιασμένες ενέργειες για να εξυπηρετήσει το επικοινωνιακό του παιγνίδι; Δεν θα έπρεπε η στελέχωση των νέων δομών να λαμβάνει υπόψη της τα κοινωνικά κριτήρια και τις ανάγκες των ίδιων των αστυνομικών;
Η επιλογή της ηγεσίας συνεχίζει να γίνεται από το ΚΥΣΕΑ και όχι από τη Βουλή, συντηρώντας έτσι την εξάρτηση του αρχηγείου από την εκάστοτε κυβέρνηση και τον εναγκαλισμό της αστυνομίας με τις ένοπλες δυνάμεις και το στρατιωτικό χαρακτήρα σε ένα σώμα που συναλλάσσεται καθημερινά με τους πολίτες. Η δομή, η λειτουργία, η ιεραρχία, η εκπαίδευση, συνεχίζουν να έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα. Ο έλεγχος και η στήριξη της λειτουργίας της ΕΛ.ΑΣ. από αρμόδια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής αποφεύγεται επιδεικτικά. Γιατί;
Η ουσιαστική αναδιοργάνωση παραπέμπεται σε έκδοση προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων. Οι αλλαγές σε επίπεδο αστυνομικών υπηρεσιών θα γίνουν εν αγνοία του κοινοβουλίου με μοναδικό κριτήριο την ισχύ του κάθε υπουργού ή βουλευτή και τα συμφέροντα που θέλει να εξυπηρετήσει.
Το μεγάλο ζήτημα της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού που θα έπρεπε να είναι από τα πρώτα ζητούμενα, αντιμετωπίζεται με την μετατροπή της ακαδημίας σε Ν.Π.Δ.Δ. και το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας μεταφέρεται στην έκδοση Π.Δ.
Η κατάργηση των 6.700 κενών οργανικών θέσεων σε χαμηλόβαθμο προσωπικό και η ανάγκη δημιουργίας νέων διοικητικών σχημάτων, το μόνο που διασφαλίζει είναι καρέκλες σε ψηλούς βαθμούς. Με την κατάργηση αυτή οι υπηρεσίες που είχαν κενά θα παρουσιάζονται πλήρεις σε βάρος της αστυνόμευσης σε επίπεδο περιφέρειας, αυξάνει την επιβάρυνση στο ήδη καταπονημένο προσωπικό, συντηρεί και αυξάνει τις μετακινήσεις για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, απομακρύνει τη δυνατότητα των αστυνομικών να υπηρετήσουν κάποτε κοντά στον τόπο συμφερόντων τους, κατευθύνοντάς τους στην καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων για κάτι που δικαιούνται και φυσικά σταματάει η αναγκαιότητα πρόσληψης μέσων πανελλαδικών εξετάσεων.
Η διασφάλιση ότι κάποια κεκτημένα δεν θα πειραχθούν με την έκδοση των Π.Δ. μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα οι μεταθέσεις. Στην ουσία τι συμβαίνει σήμερα; Ο αντικειμενικός κώδικας μεταθέσεων έχει καταργηθεί διότι δεν γίνονται μεταθέσεις. Υπάρχουν προφανώς κάποιες χιλιάδες αστυνομικών που θέλουν να μετατεθούν στον τόπο συμφερόντων τους, αλλά είναι εγκλωβισμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Δεν ξέρει κανείς επίσης τι θα γίνει με την έκδοση των Π.Δ. για την νέα χωροθέτηση των Α/Τα με συγχωνεύσεις και καταργήσεις υπηρεσιών.
Δεν αναφέρει τίποτα για την βελτίωση παροχής υπηρεσιών στον πολίτη και την καλύτερη ανταπόκριση στις κλήσεις του, την βελτίωση της καθημερινής αστυνόμευσης και δεν αναφέρει τίποτα σε σχέση με την αστυνόμευση της γειτονιάς και την κοινοτική αστυνόμευση.
Όπως αγνόησε επιδεικτικά το θεσμικό ρόλο των ομοσπονδιών των αστυνομικών στην κατάρτιση του γονατογραφήματος, τους αγνοεί επιδεικτικά στη λειτουργία των Ε.Π.Σ.Α., ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και ΚΕ.Σ.ΠΑ.. Αυτά τα συμβούλια και επιτροπές θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικά εργαλεία δημοκρατίας και όσμωσης της αστυνομίας με την κοινωνία. Τι νόημα όμως έχει η θεσμοθέτησή τους όταν οι κοινωνικές υποδομές είναι διαλυμένες και μέχρι σήμερα τα ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και το ΚΕ.Σ.ΠΑ. δεν έχουν λειτουργήσει; Η χρησιμοποίηση της αστυνομίας, ιδιαίτερα από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, ενάντια στην κοινωνία, με μόνο προσανατολισμό την καταστολή και την επιτήρηση του πλήθους που περιθωριοποιείται, ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν στα χέρια αυτής της κυβέρνησης σε εργαλεία αυταρχισμού και εξυπηρέτησης άλλων σκοπιμοτήτων από αυτές που περιγράφονται στο αντίστοιχο άρθρο.
Σχετικό είναι και το έλλειμμα Δημοκρατίας που προκαλείται από την στρεβλή εφαρμογή πολιτικού ελέγχου. Ο πολιτικός έλεγχος από την κυβέρνηση ασκείται ασφυκτικά με τη μορφή "κομματικοποίησης" και επιτρέπει την σημαντική διείσδυση ακροδεξιών απόψεων και πρακτικών, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την αυξημένη επιρροή των απόψεων του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η διαχείριση του σύνθετου και μείζονος προβλήματος της Μετανάστευσης και των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η διαχείριση του προβλήματος γίνεται με αντιδημοκρατικές και αντιανθρωπιστικές μεθόδους. Το μεταναστευτικό, ενώ δεν είναι αστυνομικής φύσεως πρόβλημα, έχει αφεθεί στην Αστυνομία και τα Σώματα Ασφαλείας εν γένει, με τα γνωστά πολλές φορές τραγικά αποτελέσματα. Η μετανάστευση και το άσυλο αντί να υπαχθούν σε πολιτικό φορέα, εντάσσονται πλήρως στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
Ανατίθενται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ευρύτατες αρμοδιότητες ως προς την χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης. Οι προβλέψεις αυτές παραβιάζουν κατάφωρα διεθνείς και ενωσιακές δεσμεύσεις της χώρας μας, αλλά και πολιτικές δεσμεύσεις αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων για την θεσμοθέτηση μιας δίκαιης, αποτελεσματικής διαδικασίας ασύλου, καθώς και διαδικασίας πρώτης υποδοχής,. Σημειωτέον ό,τι οι παραβιάσεις των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων της Ελλάδας στον τομέα του ασύλου και των συνθηκών υποδοχής απετέλεσαν αντικείμενο δριμείας κριτικής από διεθνή και Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και συστηματικής καταδίκης από Διεθνή Δικαστήρια και δη, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο ρόλος των υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, όπως ορίζεται πολλαπλώς και στο παρόν σχέδιο νόμου, ειδικότερα στον τομέα της μετανάστευσης είναι αποτρεπτικός/κατασταλτικός. Ως εκ τούτου, ο ρόλος αυτός δεν είναι συμβατός με τις δράσεις τις οποίες ενισχύει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων και οδηγεί σε σύγχυση καθηκόντων που είναι βέβαιο ό,τι, θα επιφέρουν σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων. Η σύμπτωση, δε, όλων των αξόνων χρηματοδότησης στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και δη, του Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων, του Ταμείου Επιστροφών και τώρα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη χειραγώγηση και των τελευταίων θυλάκων συνδρομής των αιτούντων άσυλο και προσφύγων.
Η απαίτηση επίδειξης, κατά τη συναλλαγή, εν ισχύ ταξιδιωτικού εγ-γράφου και θεώρησης εισόδου ή άδειας διαµονής, για την αποστολή χρηµατικών εµβασµάτων στο εξωτερικό µέσω πιστωτικών ιδρυµάτων, επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών διαµεσολάβησης στη µεταφορά κεφαλαίων ή άλλων επιχειρήσεων, από πολίτες τρίτων χωρών, θέτει, κατ'αρχήν, παρανόμως εκτός συναλλαγών άτομα που νομίμως διαμέ-νουν στη χώρα μας και εξ ορισμού δεν δύνανται να διαθέτουν εν ισχύι ταξιδιωτικό έγγραφο και θεώρηση εισόδου, όπως οι αιτούντες άσυλο, οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας αλλά και οι πρόσφυγες, οι ο-ποίοι μπορεί να λάβουν ταξιδιωτικό έγγραφο ένα χρόνο μετά την αναγνώρισή τους. Όλοι οι ως άνω, έχουν εν ισχύι τίτλο διαμονής και δικαίωμα εργασίας στην Ελλάδα, το οποίο αναιρείται με την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 124, κατά παράβαση διεθνούς, ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας. Θα πρέπει να υπογραμμιστούν τα σοβαρά ζητήματα που έχουν ανακύψει με ερμηνείες ανάλογων ρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, σε βάρος των ως άνω προσώπων και την αδυναμία τους να λάβουν την αμοιβή της νόμιμης εργασίας τους ή να καταβάλουν το ενοίκιό τους. Επιπλέον, η διάταξη θέτει εκτός συναλλαγών άτομα που δεν δύνανται να ανανεώσουν ταξιδιωτικό έγγραφο για λόγους ανωτέρας βίας(π.χ δυσλειτουργία προξενικών αρχών) αλλά και πρόσωπα που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, γιατί η απέλασή τους έχει ανασταλεί επειδή είναι ανέφικτη ή/και αντίκειται στο διεθνές δίκαιο και στο Σύνταγμα(όπως οι Σύροι πρόσφυγες) και δεν διαθέτουν άδεια διαμονής ούτε ταξιδιωτικό έγγραφο, ωστόσο έχουν δικαίωμα παραμονής στη χώρα μας.
Οι άνθρωποι αυτοί θα βρεθούν σε απόλυτη αδυναμία να ρυθμίσουν νομίμως, βασικές βιοτικές τους ανάγκες, να δεχθούν ή και να αποστείλουν χρήματα, και θα εξαναγκαστούν να στραφούν σε λύσεις που θα τους θέσουν σε κίνδυνο εκμετάλλευσης. Απαιτείται λοιπόν , σε κάθε περίπτωση, η συμπερίληψη των ως άνω κατηγοριών προσώπων και η διευκόλυνσή τους στις συναλλαγές.
Η θέση, δε, ενός αυθαίρετου ορίου (σε περίπτωση που το αποστελλόµενο ποσό υπερβαίνει το τεσσαρακονταπλάσιο του κατω-τάτου ηµεροµισθίου του ανειδίκευτου εργάτη ανά µήνα) για την τήρηση όλων των µέτρων δέουσας επιµέλειας του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 (Α΄166),στο άρθρο 124 παρ.2, συνιστά κατάφωρη διάκριση. Η ΔΙΆΤΑΞΗ ΘΑ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΛΕΙΦΘΕΊ.
Τελικά το έλλειμμα Δημοκρατίας στρέφεται
και κατά των Στελεχών της ΕΛ.ΑΣ., δημιουργώντας νοσηρές καταστάσεις ή
και έκνομες πρακτικές.
Η θεσμοθέτηση του συνηγόρου του πολίτη στο Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ενώ φαίνεται θετική, ο συνήγορος του πολίτη δεν έχει δικαίωμα ψήφου και το κυριότερο είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου δεν έχει βούληση να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του. Έχει συσταθεί από το 2011, δεν έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και το χρησιμοποιεί επικοινωνιακά όποτε την βολεύει. Μία τέτοια υπηρεσία θα έπρεπε να λειτουργεί εκτός υπουργείου και να είναι κάτω από διαφανή κοινωνικό έλεγχο.
Η θέσπιση του συνηγόρου του αστυνομικού είναι άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αφού στην πραγματικότητα είναι νομική υποστήριξη, που προϋπήρχε και επεκτείνονται κάποιες διατάξεις της. Η θέσπιση συνηγόρου του αστυνομικού, ως πραγματική καινοτομία, είναι επιβεβλημένη, υπάρχει σε πολλές χώρες και θα πρέπει να είναι ένας μηχανισμός διασφάλισης των αστυνομικών από την αυθαιρεσία της ηγεσίας του υπουργείου και της αστυνομικής διοίκησης, την καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και απεγκλωβισμού τους από τις πελατειακές σχέσεις και την κομματική εξάρτηση.
Η προσθήκη του άρθρου 53 Α, αναφορικά με τον Συνήγορο του Αστυνομικού, προβλέπει δικαστική συνδρομή για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας εναντίον των οποίων ασκείται ποινική δίωξη. Αυτή η συνδρομή με τον βαρύγδουπο τίτλο του Συνήγορου του Αστυνομικού περιορίζεται σε κάποια δευτερεύοντα ζητήματα συνδρομής και δεν συνιστά μέσο πραγματικής προστασίας του προσωπικού. Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένας θεσμός – Ανεξάρτητη Αρχή, που θα προστατεύει το προσωπικό κύρια από την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό της φυσικής και πολιτικής του ηγεσίας.
Ο γιατρός υπηρεσίας, παρότι προβλέπεται υποχρεωτικά από το νόμο για υπηρεσίες άνω των 50 ατόμων, για άλλη μια φορά αποφεύγεται να θεσμοθετηθεί. Οι αστυνομικοί με τις αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες που βιώνουν καθημερινά, αφήνονται στη μοίρα τους, χωρίς υποδείξεις και συμβουλές στην υπηρεσία και τους ίδιους για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Οι αυξανόμενες αυτοκτονίες των αστυνομικών και η αύξηση των επαγγελματικών ασθενειών, ουδόλως προβληματίζουν την ηγεσία του υπουργείου και την κυβέρνηση.
Η ομογενοποίηση του σώματος όχι μόνο δεν επιδιώκεται, αλλά αντίθετα δυναμιτίζεται.
Αντί να απεγκλωβιστεί η αστυνομία από τα πάρεργα, φορτώνεται ακόμα περισσότερα.
Δεν υπάρχει καμία αναφορά για ίδρυση και λειτουργία Διεύθυνσης Υγιεινής και Ασφάλειας.
Δεν προβλέπει τίποτα για τη λειτουργία του Συμβουλίου Αντιεγκληματικής Πολιτικής στο οποίο προίσταται ο υπουργός. Λειτουργεί αυτό το συμβούλιο; Η υποτιθέμενη αναδιοργάνωση ήταν σε γνώση του; Υπάρχουν πρακτικά συνεδριάσεων και αποφάσεις; Δεν πρέπει για αυτά να ενημερώσει ο υπουργός τη βουλή; Το συμβούλιο αντιεγκληματικής πολιτικής δεν λειτουργεί. Η πολιτική που ακολουθείται είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών και αποφάσεων, χωρίς επιστημονική βοήθεια, μελέτη και τεκμηρίωση.
Μεγάλο προβληματισμό επίσης προκαλούν οι εξαγγελίες Δένδια, με την αντίστοιχη προώθηση από το υπουργείο δικαιοσύνης του νόμου, ότι η αστυνομία θα αναλάβει την φύλαξη των φυλακών υψίστης ασφαλείας. Η εμπλοκή των αστυνομικών σε καθήκοντα εξωτερικής φρούρησης των φυλακών και σωφρονιστικών υπαλλήλων, όπως και η δημοσιογραφική διαρροή ότι θα είναι απόρρητος ο κανονισμός λειτουργίας των αστυνομικών που θα υπηρετούν στις φυλακές, στον οποίο θα προβλέπεται και η χρήση όπλων, είναι μια επικίνδυνη διολίσθηση.
Η θέσπιση ειδικών φρουρών για την φύλαξη των σταθμών και των συρμών της ΣΤΑΣΥ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του ΟΑΣΑ, των οποίων τις δαπάνες θα καλύπτει η εταιρεία, προωθεί την ιδιωτικοποίηση της Αστυνομίας. Προσανατολίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων. Γεννάται το ερώτημα ποιους θα αστυνομεύουν ή θα παρακολουθούν; Ποιες αρμοδιότητες θα έχουν; Μήπως πρόκειται για συγκεκαλυμμένο απεργοσπαστικό μηχανισμό;
Αντιστοίχως, εμείς δεν πιστεύουμε ότι η αστυνομία πρέπει να εμπλέκεται ενάντια σε κατοίκους, προασπίζοντας ιδιωτικά συμφέροντα όπως στις Σκουριές, δεν μπορεί να καταστέλλει εργαζόμενους όπως αυτούς στου «Παπουτσάνη», που αγωνίζονται για ένα πιάτο φαΐ, δεν μπορεί να κακοποιεί εργάτες που διαμαρτύρονταν στην αντιπεριφέρεια Χαλκίδας, γιατί έκλεισαν οι τσιμεντοβιομηχανίες και άφησαν στο έλεος του Θεού χιλιάδες οικογένειες, ενώ οι εργοστασιάρχες πίνουν στην υγεία των κορόϊδων. Η αστυνομία δεν επιτρέπεται να χτυπά τους εργάτες χαλυβουργίας, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, τους μαθητές – φοιτητές, τους σχολικούς φύλακες και τους εργαζόμενους γενικά όταν διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει ότι η ΕΛ.ΑΣ. ανήκει στον ελληνικό λαό και όχι στους ποικιλώνυμους εργοδότες.
Στο Ν/Σ μπλέκονται οι ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων, όταν κάνουν παραβάσεις που επισύρουν ποινές σφράγισης, με τους εργαζόμενους που προσπαθούν να βγάλουν το μεροκάματο και οι οποίοι πληρώνουν και αυτοί πρόστιμα.
Η τροπολογία που εισάγεται για την αλλαγή του πειθαρχικού δικαίου που διέπει τους υπαλλήλους της ΕΥΠ (το οποίο έπρεπε να μεταβληθεί, καθώς είναι πεπαλαιωμένο), μας βρίσκει αντίθετους, καθώς δεν διαμορφώνει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, ανάλογο των αναγκών. Ο υπουργός οφείλει να κατανοήσει ότι πρόκειται για μία ευαίσθητη ομάδα, υποκείμενη σε εύκολους εκβιασμούς.
Η θεσμοθέτηση του συνηγόρου του πολίτη στο Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ενώ φαίνεται θετική, ο συνήγορος του πολίτη δεν έχει δικαίωμα ψήφου και το κυριότερο είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου δεν έχει βούληση να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του. Έχει συσταθεί από το 2011, δεν έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και το χρησιμοποιεί επικοινωνιακά όποτε την βολεύει. Μία τέτοια υπηρεσία θα έπρεπε να λειτουργεί εκτός υπουργείου και να είναι κάτω από διαφανή κοινωνικό έλεγχο.
Η θέσπιση του συνηγόρου του αστυνομικού είναι άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αφού στην πραγματικότητα είναι νομική υποστήριξη, που προϋπήρχε και επεκτείνονται κάποιες διατάξεις της. Η θέσπιση συνηγόρου του αστυνομικού, ως πραγματική καινοτομία, είναι επιβεβλημένη, υπάρχει σε πολλές χώρες και θα πρέπει να είναι ένας μηχανισμός διασφάλισης των αστυνομικών από την αυθαιρεσία της ηγεσίας του υπουργείου και της αστυνομικής διοίκησης, την καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και απεγκλωβισμού τους από τις πελατειακές σχέσεις και την κομματική εξάρτηση.
Η προσθήκη του άρθρου 53 Α, αναφορικά με τον Συνήγορο του Αστυνομικού, προβλέπει δικαστική συνδρομή για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας εναντίον των οποίων ασκείται ποινική δίωξη. Αυτή η συνδρομή με τον βαρύγδουπο τίτλο του Συνήγορου του Αστυνομικού περιορίζεται σε κάποια δευτερεύοντα ζητήματα συνδρομής και δεν συνιστά μέσο πραγματικής προστασίας του προσωπικού. Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένας θεσμός – Ανεξάρτητη Αρχή, που θα προστατεύει το προσωπικό κύρια από την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό της φυσικής και πολιτικής του ηγεσίας.
Ο γιατρός υπηρεσίας, παρότι προβλέπεται υποχρεωτικά από το νόμο για υπηρεσίες άνω των 50 ατόμων, για άλλη μια φορά αποφεύγεται να θεσμοθετηθεί. Οι αστυνομικοί με τις αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες που βιώνουν καθημερινά, αφήνονται στη μοίρα τους, χωρίς υποδείξεις και συμβουλές στην υπηρεσία και τους ίδιους για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Οι αυξανόμενες αυτοκτονίες των αστυνομικών και η αύξηση των επαγγελματικών ασθενειών, ουδόλως προβληματίζουν την ηγεσία του υπουργείου και την κυβέρνηση.
Η ομογενοποίηση του σώματος όχι μόνο δεν επιδιώκεται, αλλά αντίθετα δυναμιτίζεται.
Αντί να απεγκλωβιστεί η αστυνομία από τα πάρεργα, φορτώνεται ακόμα περισσότερα.
Δεν υπάρχει καμία αναφορά για ίδρυση και λειτουργία Διεύθυνσης Υγιεινής και Ασφάλειας.
Δεν προβλέπει τίποτα για τη λειτουργία του Συμβουλίου Αντιεγκληματικής Πολιτικής στο οποίο προίσταται ο υπουργός. Λειτουργεί αυτό το συμβούλιο; Η υποτιθέμενη αναδιοργάνωση ήταν σε γνώση του; Υπάρχουν πρακτικά συνεδριάσεων και αποφάσεις; Δεν πρέπει για αυτά να ενημερώσει ο υπουργός τη βουλή; Το συμβούλιο αντιεγκληματικής πολιτικής δεν λειτουργεί. Η πολιτική που ακολουθείται είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών και αποφάσεων, χωρίς επιστημονική βοήθεια, μελέτη και τεκμηρίωση.
Μεγάλο προβληματισμό επίσης προκαλούν οι εξαγγελίες Δένδια, με την αντίστοιχη προώθηση από το υπουργείο δικαιοσύνης του νόμου, ότι η αστυνομία θα αναλάβει την φύλαξη των φυλακών υψίστης ασφαλείας. Η εμπλοκή των αστυνομικών σε καθήκοντα εξωτερικής φρούρησης των φυλακών και σωφρονιστικών υπαλλήλων, όπως και η δημοσιογραφική διαρροή ότι θα είναι απόρρητος ο κανονισμός λειτουργίας των αστυνομικών που θα υπηρετούν στις φυλακές, στον οποίο θα προβλέπεται και η χρήση όπλων, είναι μια επικίνδυνη διολίσθηση.
Η θέσπιση ειδικών φρουρών για την φύλαξη των σταθμών και των συρμών της ΣΤΑΣΥ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του ΟΑΣΑ, των οποίων τις δαπάνες θα καλύπτει η εταιρεία, προωθεί την ιδιωτικοποίηση της Αστυνομίας. Προσανατολίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων. Γεννάται το ερώτημα ποιους θα αστυνομεύουν ή θα παρακολουθούν; Ποιες αρμοδιότητες θα έχουν; Μήπως πρόκειται για συγκεκαλυμμένο απεργοσπαστικό μηχανισμό;
Αντιστοίχως, εμείς δεν πιστεύουμε ότι η αστυνομία πρέπει να εμπλέκεται ενάντια σε κατοίκους, προασπίζοντας ιδιωτικά συμφέροντα όπως στις Σκουριές, δεν μπορεί να καταστέλλει εργαζόμενους όπως αυτούς στου «Παπουτσάνη», που αγωνίζονται για ένα πιάτο φαΐ, δεν μπορεί να κακοποιεί εργάτες που διαμαρτύρονταν στην αντιπεριφέρεια Χαλκίδας, γιατί έκλεισαν οι τσιμεντοβιομηχανίες και άφησαν στο έλεος του Θεού χιλιάδες οικογένειες, ενώ οι εργοστασιάρχες πίνουν στην υγεία των κορόϊδων. Η αστυνομία δεν επιτρέπεται να χτυπά τους εργάτες χαλυβουργίας, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, τους μαθητές – φοιτητές, τους σχολικούς φύλακες και τους εργαζόμενους γενικά όταν διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει ότι η ΕΛ.ΑΣ. ανήκει στον ελληνικό λαό και όχι στους ποικιλώνυμους εργοδότες.
Στο Ν/Σ μπλέκονται οι ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων, όταν κάνουν παραβάσεις που επισύρουν ποινές σφράγισης, με τους εργαζόμενους που προσπαθούν να βγάλουν το μεροκάματο και οι οποίοι πληρώνουν και αυτοί πρόστιμα.
Η τροπολογία που εισάγεται για την αλλαγή του πειθαρχικού δικαίου που διέπει τους υπαλλήλους της ΕΥΠ (το οποίο έπρεπε να μεταβληθεί, καθώς είναι πεπαλαιωμένο), μας βρίσκει αντίθετους, καθώς δεν διαμορφώνει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, ανάλογο των αναγκών. Ο υπουργός οφείλει να κατανοήσει ότι πρόκειται για μία ευαίσθητη ομάδα, υποκείμενη σε εύκολους εκβιασμούς.
Θετικά σημεία του Ν/Σ:
Στο άρθρο 47 η § 1 προβλέπεται η δυνατότητα λειτουργίας στις λέσχες πρατηρίων τροφίμων και Αστυνομικών Φαρμακείων κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων. Η προσθήκη αυτή κρίνεται θετική και θα μπορούσε να ψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ εφόσον αντικατασταθεί η διατύπωση «είναι δυνατό να λειτουργούν», με την υποχρεωτική λειτουργία πρατηρίων τροφίμων και Αστυνομικών Φαρμακείων στις λέσχες, καθώς και να οριστεί ακριβές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Οι διατάξεις του άρθρου 52, που προβλέπουν την μείωση ων ορίων για τις εκτός έδρας μετακινήσεις του ένστολου προσωπικού για υπηρεσιακούς λόγους. Με την § 2 του ίδιου άρθρου ρυθμίζεται η εκκαθάριση των δαπανών μετακίνησης του ένστολου προσωπικού για την περίοδο από 01-06-2012 έως 31-12-2013. Τέλος, με την § 3 αναγνωρίζονται όλες οι δαπάνες μετακίνησης, διαμονής και άλλα υπηρεσιακά έξοδα του προσωπικού κατά παρέκκλιση της σωστής τήρησης της ορθής διαδικασίας, εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί υπηρεσιακοί λόγοι. Οι διατάξεις των παραγράφων του άρθρου 52 κρίνονται θετικές.
Στο άρθρο 47 η § 1 προβλέπεται η δυνατότητα λειτουργίας στις λέσχες πρατηρίων τροφίμων και Αστυνομικών Φαρμακείων κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων. Η προσθήκη αυτή κρίνεται θετική και θα μπορούσε να ψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ εφόσον αντικατασταθεί η διατύπωση «είναι δυνατό να λειτουργούν», με την υποχρεωτική λειτουργία πρατηρίων τροφίμων και Αστυνομικών Φαρμακείων στις λέσχες, καθώς και να οριστεί ακριβές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Οι διατάξεις του άρθρου 52, που προβλέπουν την μείωση ων ορίων για τις εκτός έδρας μετακινήσεις του ένστολου προσωπικού για υπηρεσιακούς λόγους. Με την § 2 του ίδιου άρθρου ρυθμίζεται η εκκαθάριση των δαπανών μετακίνησης του ένστολου προσωπικού για την περίοδο από 01-06-2012 έως 31-12-2013. Τέλος, με την § 3 αναγνωρίζονται όλες οι δαπάνες μετακίνησης, διαμονής και άλλα υπηρεσιακά έξοδα του προσωπικού κατά παρέκκλιση της σωστής τήρησης της ορθής διαδικασίας, εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί υπηρεσιακοί λόγοι. Οι διατάξεις των παραγράφων του άρθρου 52 κρίνονται θετικές.
Επειδή ο υπουργός εμφανίζεται ως
μεταρρυθμιστής, μπορεί να μας πει αν είναι ενήμερος και για τα σχέδια
του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας; Είναι
σε συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπουργό και τι σχέδια απεργάζονται; Ποια
θα είναι τα όριά της και τι εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρχει σύγχυση
αρμοδιοτήτων με τις υπηρεσίες Ασφαλείας; Μήπως η ίδρυση της Δικαστικής
Αστυνομίας, η οποία είναι απαραίτητη, με τον τρόπο που προωθείται, γίνει
άλλο ένα φιάσκο όπως η αναδιοργάνωση; Η ίδρυσή της δεν θα έπρεπε να
είναι αντικείμενο και αυτού του νομοσχεδίου;
Γενικά, το υπουργείο μιλά για βελτίωση της αστυνόμευσης και της ασφάλειας του πολίτη, αλλά αποφεύγει σκοπίμως να αναφερθεί στο ενιαίο δόγμα ασφαλείας, που οφείλει να υπηρετεί ένα υπουργείο που υπάρχει ειδικά και μοναδικά για το θέμα αυτό. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για νέα αστυνομία, όταν δεν ξεκαθαρίζει το νομοσχέδιο τι είδους αστυνομικούς θα παράγουν οι σχολές. Γενικών καθηκόντων, όπως σήμερα ή εξειδικευμένων ανά κλάδο, τάξης, ασφάλειας και αλλοδαπών;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και αναπάντητα. Τις απαντήσεις θα κληθούν να τις δώσουν για άλλη μια φορά οι αστυνομικοί, στους οποίους θα μεταθέσουν τις ευθύνες της αποτυχίας του εγχειρήματος. Εμπειρότατοι αστυνομικοί είναι κατηγορηματικοί, ότι το νομοσχέδιο αυτό και να ψηφισθεί δεν πρόκειται να εφαρμοστεί.
Γενικά, το υπουργείο μιλά για βελτίωση της αστυνόμευσης και της ασφάλειας του πολίτη, αλλά αποφεύγει σκοπίμως να αναφερθεί στο ενιαίο δόγμα ασφαλείας, που οφείλει να υπηρετεί ένα υπουργείο που υπάρχει ειδικά και μοναδικά για το θέμα αυτό. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για νέα αστυνομία, όταν δεν ξεκαθαρίζει το νομοσχέδιο τι είδους αστυνομικούς θα παράγουν οι σχολές. Γενικών καθηκόντων, όπως σήμερα ή εξειδικευμένων ανά κλάδο, τάξης, ασφάλειας και αλλοδαπών;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και αναπάντητα. Τις απαντήσεις θα κληθούν να τις δώσουν για άλλη μια φορά οι αστυνομικοί, στους οποίους θα μεταθέσουν τις ευθύνες της αποτυχίας του εγχειρήματος. Εμπειρότατοι αστυνομικοί είναι κατηγορηματικοί, ότι το νομοσχέδιο αυτό και να ψηφισθεί δεν πρόκειται να εφαρμοστεί.
Αναφορικά με το Πυροσβεστικό Σώμα και
την Πολιτική Προστασία, το ΝΣ αποτελεί στην ουσία αντιγραφή προηγούμενων
νομοθετημάτων χωρίς ουσιαστικά να παρεμβαίνει στον πυρήνα του
προβλήματος. Διακρίνεται εύκολα η προχειρότητα που έχει συνταχθεί : σε
πολλά σημεία του κειμένου αναφέρονται τα ασφαλιστικά ταμεία
(ΤΑΥΠΣ=ΕΤΥΠΣ) τα οποία έχουν καταργηθεί εδώ και 8 χρόνια.
Αναφέρεται ο Γενικός Επιθεωρητής Υπηρεσιών του Π.Σ., ο οποίος καταργείται με το παρουσιασθέν σχέδιο, δεν αναγράφεται πουθενά ότι το Αρχηγείο του Π.Σ. αποτελεί την κεντρική υπηρεσία του Π.Σ., γιατί αν υπήρχε πρόθεση αποκέντρωσης του θα διατυπωνόταν ρητά στις επιμέρους αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών.
Πολλά κρίσιμα θέματα παραπέμπονται σε αποφάσεις που ΘΑ εκδώσει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης γνωρίζοντας ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Δεν γίνεται αναφορά σε καμία επιστημονική μελέτη η οποία να αποτυπώνει τα προβλήματα πλήρως στοιχειοθετημένα.
Δεν προηγήθηκε στοχευμένος διάλογος, όχι βέβαια του τύπου open gov, μεταξύ των κομμάτων, υπηρεσιακών παραγόντων, εκπροσώπων ΟΤΑ, συνδικαλιστικών φορέων, εξειδικευμένων επιστημόνων.
Θα πρέπει να γίνουν:
Επανακαθορισμός του ρόλου και ανασχεδιασμός της δομής, οργάνωσης και λειτουργίας του Α.Π.Σ. με τη δημιουργία νέων Διευθύνσεων και Τμημάτων - συγχωνεύσεις υφιστάμενων Διευθύνσεων, ώστε να διευκολύνεται η αρχή του συγκεντρωτικού ελέγχου.
Αναβάθμιση των Γενικών Επιθεωρήσεων του ΠΣ με την εκχώρηση σε αυτές ουσιαστικών διοικητικών και επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων.
Αξιολόγηση όλων των επιχειρησιακών σχηματισμών του ΠΣ βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που θα καθορισθούν από το Συμβούλιο Επιτελικού Σχεδιασμού του ΠΣ με γνώμονα το υπηρεσιακό συμφέρον και όχι την κάλυψη χρηματοδοτικών κενών προς εξυπηρέτηση των «εταίρων».
Σταδιακή μετεξέλιξη των Περιφερειακών Διοικήσεων Π.Υ. σε Μείζονες Επιχειρησιακούς Σχηματισμούς ( Μ.Ε.Σ.) με βάση τη νέα αποκεντρωμένη διοίκηση της χώρας και τις ιδιαιτερότητες – χαρακτηριστικά του επιχειρησιακού περιβάλλοντος του ελλαδικού χώρου.
Δημιουργία εντός του ΠΣ ειδικής ξεχωριστής διοικητικής οργάνωσης για τη δασοπυρόσβεση, μέσω της σύστασης και λειτουργίας γραφείων πρόληψης και αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών σε επίπεδο Διοικήσεων Νομών Πυρ/ων Υπηρεσιών ώστε να αυξηθεί ο βαθμός συνέργειας του ΠΣ με τη Δασική Υπηρεσία.
Διοικητική και επιχειρησιακή υπαγωγή όλων των Ε.Μ.Α.Κ. στον Υπαρχηγό ΠΣ και άμεση τροποποίηση του κανονισμού λειτουργίας των, ώστε αναβαθμιστούν σε προσωπικό, μέσα και τεχνογνωσία.
Παροχή ουσιαστικών κινήτρων για την δημιουργία Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων. Γενικότερα, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες νομοθετικού περιεχομένου και να θεσπιστούν οι ανάλογες ρητές προβλέψεις και ρήτρες ώστε όλοι οι εθελοντές – είτε εποπτεύονται από την Γ.Γ.Π.Π. είτε ανήκουν οργανικά στο ΠΣ – να ενεργούν , τόσο προληπτικά όσο και επιχειρησιακά, μέσα από ένα σαφές και ενιαίο πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξασφαλίζει την υπαγωγή όλων των σχετικών εθελοντικών δράσεων υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο του ΠΣ και την ισότιμη αντιμετώπιση των εθελοντών με τους επαγγελματίες ή συμβασιούχους πυροσβέστες. Ομάδες που δρουν αυτόνομα και ανεξέλεγκτα, επηρεάζοντας αρνητικά την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, θα πρέπει να διαγράφονται από το μητρώο εθελοντών της Γ.Γ.Π.Π.
Δημιουργία νέου οργανογράμματος και τροποποίηση του κανονισμού μεταθέσεων κατόπιν ουσιαστικού διαλόγου με τους συνδικαλιστικούς φορείς.
Αντί να αναβαθμίσει την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, αναγκαιότητα που φάνηκε και από τους σεισμούς στην Κεφαλονιά, την υποβαθμίζει και καταργεί ουσιαστικά τον συντονιστικό της βραχίονα το ΚΕΠΠ.
Συστήνει την Εθνική Σχολή Πολιτικής Προστασίας, χωρίς να προβλέπεται η αναγκαία υποδομή.
Η διοικητική υπαγωγή του Π.Σ. στη Γ.Γ.Π.Π., δεν βοηθά ουσιαστικά το ρόλο του Π.Σ., ούτε το μηχανισμό της Πολιτικής Προστασίας. Η αναφορά ότι το Π.Σ. είναι ιδιαίτερο σώμα ασφαλείας, ανοίγει το δρόμο εμπλοκής του στους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Δεν αλλάζει τον τρόπο επιλογής του Αρχηγού και αναπαράγει το καθεστώς επιλογής του από το ΚΥΣΕΑ.
Επαναφέρει ένα δοκιμασμένο και αποτυχημένο σύστημα στην κορυφή της ηγεσίας, των δύο υπαρχηγών και εξαφανίζεται η οργανωτική δομή του αρχηγείου του σώματος.
Δημιουργούνται έξι υπερδιευθύνσεις οι οποίες δημιουργούν μια στρατιά τμημάτων, αυξάνοντας τον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατία.
Αναφέρεται ο Γενικός Επιθεωρητής Υπηρεσιών του Π.Σ., ο οποίος καταργείται με το παρουσιασθέν σχέδιο, δεν αναγράφεται πουθενά ότι το Αρχηγείο του Π.Σ. αποτελεί την κεντρική υπηρεσία του Π.Σ., γιατί αν υπήρχε πρόθεση αποκέντρωσης του θα διατυπωνόταν ρητά στις επιμέρους αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών.
Πολλά κρίσιμα θέματα παραπέμπονται σε αποφάσεις που ΘΑ εκδώσει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης γνωρίζοντας ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Δεν γίνεται αναφορά σε καμία επιστημονική μελέτη η οποία να αποτυπώνει τα προβλήματα πλήρως στοιχειοθετημένα.
Δεν προηγήθηκε στοχευμένος διάλογος, όχι βέβαια του τύπου open gov, μεταξύ των κομμάτων, υπηρεσιακών παραγόντων, εκπροσώπων ΟΤΑ, συνδικαλιστικών φορέων, εξειδικευμένων επιστημόνων.
Θα πρέπει να γίνουν:
Επανακαθορισμός του ρόλου και ανασχεδιασμός της δομής, οργάνωσης και λειτουργίας του Α.Π.Σ. με τη δημιουργία νέων Διευθύνσεων και Τμημάτων - συγχωνεύσεις υφιστάμενων Διευθύνσεων, ώστε να διευκολύνεται η αρχή του συγκεντρωτικού ελέγχου.
Αναβάθμιση των Γενικών Επιθεωρήσεων του ΠΣ με την εκχώρηση σε αυτές ουσιαστικών διοικητικών και επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων.
Αξιολόγηση όλων των επιχειρησιακών σχηματισμών του ΠΣ βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που θα καθορισθούν από το Συμβούλιο Επιτελικού Σχεδιασμού του ΠΣ με γνώμονα το υπηρεσιακό συμφέρον και όχι την κάλυψη χρηματοδοτικών κενών προς εξυπηρέτηση των «εταίρων».
Σταδιακή μετεξέλιξη των Περιφερειακών Διοικήσεων Π.Υ. σε Μείζονες Επιχειρησιακούς Σχηματισμούς ( Μ.Ε.Σ.) με βάση τη νέα αποκεντρωμένη διοίκηση της χώρας και τις ιδιαιτερότητες – χαρακτηριστικά του επιχειρησιακού περιβάλλοντος του ελλαδικού χώρου.
Δημιουργία εντός του ΠΣ ειδικής ξεχωριστής διοικητικής οργάνωσης για τη δασοπυρόσβεση, μέσω της σύστασης και λειτουργίας γραφείων πρόληψης και αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών σε επίπεδο Διοικήσεων Νομών Πυρ/ων Υπηρεσιών ώστε να αυξηθεί ο βαθμός συνέργειας του ΠΣ με τη Δασική Υπηρεσία.
Διοικητική και επιχειρησιακή υπαγωγή όλων των Ε.Μ.Α.Κ. στον Υπαρχηγό ΠΣ και άμεση τροποποίηση του κανονισμού λειτουργίας των, ώστε αναβαθμιστούν σε προσωπικό, μέσα και τεχνογνωσία.
Παροχή ουσιαστικών κινήτρων για την δημιουργία Εθελοντικών Πυροσβεστικών Σταθμών και Κλιμακίων. Γενικότερα, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες νομοθετικού περιεχομένου και να θεσπιστούν οι ανάλογες ρητές προβλέψεις και ρήτρες ώστε όλοι οι εθελοντές – είτε εποπτεύονται από την Γ.Γ.Π.Π. είτε ανήκουν οργανικά στο ΠΣ – να ενεργούν , τόσο προληπτικά όσο και επιχειρησιακά, μέσα από ένα σαφές και ενιαίο πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξασφαλίζει την υπαγωγή όλων των σχετικών εθελοντικών δράσεων υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο του ΠΣ και την ισότιμη αντιμετώπιση των εθελοντών με τους επαγγελματίες ή συμβασιούχους πυροσβέστες. Ομάδες που δρουν αυτόνομα και ανεξέλεγκτα, επηρεάζοντας αρνητικά την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, θα πρέπει να διαγράφονται από το μητρώο εθελοντών της Γ.Γ.Π.Π.
Δημιουργία νέου οργανογράμματος και τροποποίηση του κανονισμού μεταθέσεων κατόπιν ουσιαστικού διαλόγου με τους συνδικαλιστικούς φορείς.
Αντί να αναβαθμίσει την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, αναγκαιότητα που φάνηκε και από τους σεισμούς στην Κεφαλονιά, την υποβαθμίζει και καταργεί ουσιαστικά τον συντονιστικό της βραχίονα το ΚΕΠΠ.
Συστήνει την Εθνική Σχολή Πολιτικής Προστασίας, χωρίς να προβλέπεται η αναγκαία υποδομή.
Η διοικητική υπαγωγή του Π.Σ. στη Γ.Γ.Π.Π., δεν βοηθά ουσιαστικά το ρόλο του Π.Σ., ούτε το μηχανισμό της Πολιτικής Προστασίας. Η αναφορά ότι το Π.Σ. είναι ιδιαίτερο σώμα ασφαλείας, ανοίγει το δρόμο εμπλοκής του στους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Δεν αλλάζει τον τρόπο επιλογής του Αρχηγού και αναπαράγει το καθεστώς επιλογής του από το ΚΥΣΕΑ.
Επαναφέρει ένα δοκιμασμένο και αποτυχημένο σύστημα στην κορυφή της ηγεσίας, των δύο υπαρχηγών και εξαφανίζεται η οργανωτική δομή του αρχηγείου του σώματος.
Δημιουργούνται έξι υπερδιευθύνσεις οι οποίες δημιουργούν μια στρατιά τμημάτων, αυξάνοντας τον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατία.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένη. Θα
προβάλλει και θα απαιτήσει λύσεις για τα μεγάλα και χρονίζοντα
προβλήματα των σωμάτων ασφαλείας και του προσωπικού αυτών. Η κυβέρνηση
της δεξιάς όμως, θα παραμείνει αμετακίνητη στις αναχρονιστικές της
θέσεις. Δεν είναι ότι δεν ξέρει και δεν μπορεί. Απλά δεν θέλει. Την
αστυνομία την θέλει να λειτουργεί καλά μόνο στο κατασταλτικό κομμάτι και
εκεί παίρνει άριστα.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο προσανατολισμός και η λειτουργία της αστυνομίας θα αλλάξουν ριζικά. Η δημοκρατική λειτουργία της, η στήριξη του έργου και ο έλεγχός της από τη βουλή, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας του προσωπικού και της επαγγελματικής του αναβάθμισης, το σπάσιμο του κομματισμού και της εξάρτησης, για μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι δεσμεύσεις αδιαπραγμάτευτες.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο προσανατολισμός και η λειτουργία της αστυνομίας θα αλλάξουν ριζικά. Η δημοκρατική λειτουργία της, η στήριξη του έργου και ο έλεγχός της από τη βουλή, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας του προσωπικού και της επαγγελματικής του αναβάθμισης, το σπάσιμο του κομματισμού και της εξάρτησης, για μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι δεσμεύσεις αδιαπραγμάτευτες.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ άμεσες προτεραιότητες συνιστούν τα κάτωθι:
Ι. Η αναδιάρθρωση της ΕΛ.ΑΣ οφείλει να έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Κύρια στόχευση συνιστά η μέριμνα για την επιλογή, την εκπαίδευση, το σύστημα μεταθέσεων, προαγωγών και κρίσεων, καθώς και το μισθολογικό του αστυνομικού προσωπικού. Η διαρκής κατάρτιση και η διαμόρφωση ενός επαγγελματικού προτύπου που θα επικεντρώνεται στην αστυνόμευση, την εμπέδωση του αισθήματος της ασφάλειας και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό θα παίξει η αναμόρφωση, διεύρυνση και εκσυγχρονισμός της αστυνομικής εκπαίδευσης. Τέλος και λόγω των ιδιομορφιών του συγκεκριμένου χώρου, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αλλαγή νοοτροπίας, την κοινωνικοποίηση του προσωπικού, στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της Αστυνομίας και την επαναθεμελίωση σχέσεων αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης αστυνομικού - πολίτη.
Ι. Η αναδιάρθρωση της ΕΛ.ΑΣ οφείλει να έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Κύρια στόχευση συνιστά η μέριμνα για την επιλογή, την εκπαίδευση, το σύστημα μεταθέσεων, προαγωγών και κρίσεων, καθώς και το μισθολογικό του αστυνομικού προσωπικού. Η διαρκής κατάρτιση και η διαμόρφωση ενός επαγγελματικού προτύπου που θα επικεντρώνεται στην αστυνόμευση, την εμπέδωση του αισθήματος της ασφάλειας και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό θα παίξει η αναμόρφωση, διεύρυνση και εκσυγχρονισμός της αστυνομικής εκπαίδευσης. Τέλος και λόγω των ιδιομορφιών του συγκεκριμένου χώρου, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αλλαγή νοοτροπίας, την κοινωνικοποίηση του προσωπικού, στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της Αστυνομίας και την επαναθεμελίωση σχέσεων αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης αστυνομικού - πολίτη.
ΙΙ. Η δεύτερη προτεραιότητα της
αναδιάρθρωσης πρέπει να εστιασθεί στον εκσυγχρονισμό, την χωροταξία (πχ
χαρτογράφηση της εγκληματικότητας) και την λειτουργική ολοκλήρωση της
οργανικής βάσης της ΕΛ.ΑΣ. που είναι τα Αστυνομικά Τμήματα (και το Τμήμα
Ασφάλειας). Η κάθε συνοικία, στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να έχει
το δικό της αστυνομικό τμήμα ή αστυνομικό σταθμό. Η οργανωτική
αναμόρφωση και ο οικονομικός προγραμματισμός θα αρχίσουν από την
περιφέρεια και θα επεκταθούν προς τις κεντρικές υπηρεσίες.
ΙΙΙ. Η τρίτη προτεραιότητα ανάγεται στην
υλικοτεχνική υποδομή και στη χρήση των νέων τεχνολογιών στην πρόληψη
και καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Αφορά τόσο την κτηριακή υποδομή
όσο και τον μηχανολογικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Ο εκσυγχρονισμός του
εξοπλισμού και των υποδομών είναι απόλυτη προϋπόθεση ασφάλειας, του
αστυνομικού προσωπικού, των συναλλασσόμενων πολιτών και των κρατουμένων
που υφίστανται τις συνέπειες των ακολουθούμενων πολιτικών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.