Προκάλεσε έκπληξη σε διεθνή και εγχώρια Μέσα Ενημερώσεως η ομόφωνη απόφαση Ανακριτών και Εισαγγελέα για τη μη επιβολή προσωρινής κρατήσεως σε τρία εκ των βασικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, τα οποία φέρονται ως διευθύνοντες εγκληματική οργάνωση. Βιάστηκαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους οι μεν και τους πανηγυρισμούς τους οι δε. Η νηφάλια, όμως, επισκόπηση των πραγμάτων θα πρέπει να διαλάβει υπ’ όψιν της τόσο τη διατύπωση του Νόμου, στον οποίο οφείλουν να υπακούν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, όσο και τη βούληση του Νομοθέτη για τις περιπτώσεις επιβολής προσωρινής κρατήσεως.
Αρχικώς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το μέτρο του εγκλεισμού είναι όλως εξαιρετικό κι επιβάλλεται μόνο σε περιπτώσεις που η εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον της Ανακριτικής Αρχής σε κάθε στάδιο της Δίκης και τελικώς ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλο τρόπο. Κατά δεύτερον, θα πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικά και άλλες αρνητικές προϋποθέσεις, με βασικότερες το σκοπό φυγής και την πιθανότητα διάπραξης και άλλων αδικημάτων. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, ο ανακριτής πιθανώς θεώρησε πως εκλεγμένοι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, ακόμα και με όσα θα μπορούσε να τους προσάψει κανείς, δεν έχουν σκοπό ούτε κυρίως τη δυνατότητα φυγής από την Χώρα. Ως προς τη δεύτερη αρνητική προϋπόθεση, η οποία είναι νεοπαγής ρύθμιση, εισήχθη στην έννομη τάξη μας με τον Νόμο 4055/2012 και ισχύει μόνο για μια σειρά βαρέων κατηγοριών (καθώς για άλλα κακουργήματα θα πρέπει να αποδεικνύεται αυτό από προηγούμενες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις), Ανακριτές και Εισαγγελέας έκριναν πως με την τόση δημοσιότητα που έχει, εκ των πραγμάτων, το θέμα, είναι αδύνατον οι εν λόγω κατηγορούμενοι να διαπράξουν νέα αδικήματα. Μονάχα εδώ τίθεται ζήτημα νομικής διαφωνίας, την οποία ο εκάστοτε λειτουργός της Δικαιοσύνης καλείται να επιλύσει ελευθέρως, όπως του επιτρέπει ο ίδιος ο Νομοθέτης. Γι’ αυτό η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη κι έτσι πρέπει να είναι. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η νοηματική εμβέλεια της συγκεκριμένης ρύθμισης έδινε τη δυνατότητα σε ανακριτή και εισαγγελέα να διατάξουν την προσωρινή κράτηση των τριών κατηγορουμένων ως υπόπτων τέλεσης νέων αδικημάτων , άποψη που δικαιώθηκε και από την προκλητική συμπεριφορά τους κατά την αποχώρηση τους από των χώρο των δικαστηρίων. Το σημαντικότερο άρθρο της ποινικής έννομης τάξης μας είναι εκείνο του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ηθικής απόδειξης, την ελευθερία, δηλαδή, του Δικαστή να υπακούει, πλην των Νόμων και στη φωνή της συνείδησής του. Όσο λάθος, όμως, είναι οι αποδοκιμασίες, άλλο τόσο λάθος είναι και οι πανηγυρισμοί: Και μόνον η επιβολή περιοριστικών όρων συνεπάγεται την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής. Αν δεν υπήρχαν, Ανακριτές και Εισαγγελέας ήταν υποχρεωμένοι να μην επιβάλλουν ουδένα όρο. Κορωνίδα της ποινικής διαδικασίας είναι η ακροαματική διαδικασία. Εκεί θα αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή των κατηγορουμένων. Ας κοπάσουν οι αλαλαγμοί. Η Δικαιοσύνη δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.
Αρχικώς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το μέτρο του εγκλεισμού είναι όλως εξαιρετικό κι επιβάλλεται μόνο σε περιπτώσεις που η εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον της Ανακριτικής Αρχής σε κάθε στάδιο της Δίκης και τελικώς ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλο τρόπο. Κατά δεύτερον, θα πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικά και άλλες αρνητικές προϋποθέσεις, με βασικότερες το σκοπό φυγής και την πιθανότητα διάπραξης και άλλων αδικημάτων. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, ο ανακριτής πιθανώς θεώρησε πως εκλεγμένοι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, ακόμα και με όσα θα μπορούσε να τους προσάψει κανείς, δεν έχουν σκοπό ούτε κυρίως τη δυνατότητα φυγής από την Χώρα. Ως προς τη δεύτερη αρνητική προϋπόθεση, η οποία είναι νεοπαγής ρύθμιση, εισήχθη στην έννομη τάξη μας με τον Νόμο 4055/2012 και ισχύει μόνο για μια σειρά βαρέων κατηγοριών (καθώς για άλλα κακουργήματα θα πρέπει να αποδεικνύεται αυτό από προηγούμενες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις), Ανακριτές και Εισαγγελέας έκριναν πως με την τόση δημοσιότητα που έχει, εκ των πραγμάτων, το θέμα, είναι αδύνατον οι εν λόγω κατηγορούμενοι να διαπράξουν νέα αδικήματα. Μονάχα εδώ τίθεται ζήτημα νομικής διαφωνίας, την οποία ο εκάστοτε λειτουργός της Δικαιοσύνης καλείται να επιλύσει ελευθέρως, όπως του επιτρέπει ο ίδιος ο Νομοθέτης. Γι’ αυτό η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη κι έτσι πρέπει να είναι. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η νοηματική εμβέλεια της συγκεκριμένης ρύθμισης έδινε τη δυνατότητα σε ανακριτή και εισαγγελέα να διατάξουν την προσωρινή κράτηση των τριών κατηγορουμένων ως υπόπτων τέλεσης νέων αδικημάτων , άποψη που δικαιώθηκε και από την προκλητική συμπεριφορά τους κατά την αποχώρηση τους από των χώρο των δικαστηρίων. Το σημαντικότερο άρθρο της ποινικής έννομης τάξης μας είναι εκείνο του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ηθικής απόδειξης, την ελευθερία, δηλαδή, του Δικαστή να υπακούει, πλην των Νόμων και στη φωνή της συνείδησής του. Όσο λάθος, όμως, είναι οι αποδοκιμασίες, άλλο τόσο λάθος είναι και οι πανηγυρισμοί: Και μόνον η επιβολή περιοριστικών όρων συνεπάγεται την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής. Αν δεν υπήρχαν, Ανακριτές και Εισαγγελέας ήταν υποχρεωμένοι να μην επιβάλλουν ουδένα όρο. Κορωνίδα της ποινικής διαδικασίας είναι η ακροαματική διαδικασία. Εκεί θα αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή των κατηγορουμένων. Ας κοπάσουν οι αλαλαγμοί. Η Δικαιοσύνη δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.