Η συγκυρία ενισχύει την επιστροφή στο τότε, αρκεί η επιστροφή να μην αποσκοπεί στη μηχανιστική κατανόηση του τώρα σε όρους του Μεσοπολέμου
Του Απόστολου Δεδουσόπουλου
Η συζήτηση για το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά Φασισμός και Δικτατορία: Η Κομμουνιστική Διεθνής Αντιμέτωπη στον Φασισμό φαίνεται να αρχίζει εκ νέου, 42 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του στη Γαλλία και την ελληνική από τον Ολκό το 1975, σε μετάφραση Χριστίνας Αγριαντώνη και θεώρηση Άγγελου Ελεφάντη.
Παρά τη σχετικά έντονη συζήτηση και διαμάχη που ακολούθησε την έκδοσή του στο εξωτερικό, το βιβλίο αυτό σπανίως χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα ως αναφορά στις πολιτικές και θεωρητικές συγκρούσεις της εποχής. Με ορισμένες εξαιρέσεις, οι όποιες αναφορές σ’ αυτό επικεντρωθήκανε σε δευτερεύοντα ή και τριτεύοντα στοιχεία και επιχειρήματα. Ίσως να ήταν καθοριστική η αίσθηση της εποχής: Ο εφιάλτης είχε τελειώσει, η δημοκρατία είχε θεμελιωθεί, η πρόοδος, η ανάπτυξη, η ελευθερία ήταν δεδομένα στην Ευρώπη και, κατ’ ανάκλαση, και στον ελλαδικό χώρο. Ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε με ένα βιβλίο που αναφέρεται σε μια μαύρη και οριστικά παρωχημένη περίοδο της Ιστορίας;
Και να, σε αντίθεση προς όλες της ιστορικές γραμμικότητες και βεβαιότητες της Μεταπολίτευσης, ο εφιάλτης ξαναγύρισε, τα κοινωνικά δικαιώματα καταργούνται, τα αστικά ατομικά δικαιώματα τελούν εν κινδύνω, οι δημοκρατικοί θεσμοί καταλύονται και η συζήτηση για τις αναλογίες και διαφορές με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, δηλαδή την περίοδο που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, παίρνει διαστάσεις. Η συγκυρία, η συγκυρία της Χρυσής Αυγής, ενισχύει την επιστροφή στο τότε, αρκεί η επιστροφή να μην αποσκοπεί στη μηχανιστική κατανόηση του τώρα σε όρους του Μεσοπολέμου.
Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε σήμερα την τραυματική αυτήν εμπειρία και πώς μπορεί να μας βοηθήσει στην προσπάθειά μας το εν πολλοίς παραγνωρισμένο αυτό βιβλίο του Πουλαντζά;
Η άποψή μου είναι ότι το βιβλίο του Πουλαντζά ενδέχεται να καταστεί πολύτιμο βοήθημα για την κατανόηση της σημερινής συγκυρίας αν δεν το αντιμετωπίσουμε ως ένα βιβλίο ιστορικής πραγματείας, αλλά ως δοκίμιο εφαρμοσμένης πολιτικής θεωρίας. Με άλλα λόγια, όταν πάψουμε να αναζητούμε τις ιστορικές αναλογίες και αναφορές και επικεντρωθούμε στο κρίσιμο ζήτημα που αναδεικνύεται στο έργο του Πουλαντζά, που οργανώνει τη σκέψη του και το ιστορικό του υλικό. Και το κρίσιμο ζήτημα είναι ένα: Πώς οργανώνεται ένας συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων σε συνασπισμό εξουσίας, πώς μορφοποιείται ένα πρόγραμμα ηγεμονίας; Σας καλώ, λοιπόν, να διαβάσετε ή να ξαναδιαβάσετε το Φασισμός και Δικτατορία από την οπτική όχι της Ιστορίας, αλλά αυτού του ερωτήματος.
Στον ασφυκτικά περιορισμένο, αλλά τόσο φιλόξενο και οικείο, χώρο της "Αυγής", θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω αυτήν την πρόταση.
Τι υποστηρίζει ο Πουλαντζάς με σταθερότητα στο βιβλίο του, αλλά και στις συζητήσεις γύρω από αυτό, όσο ζούσε; Ο φασισμός δεν αποτελεί μιαν αμυντική τακτική της αστικής τάξης, δεν είναι η προσφυγή σε μια ακραία μορφή κράτους εν όψει της επιθετικότητας της εργατικής τάξης, αλλά είναι το επιθετικό όπλο του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όταν η εργατική τάξη έχει ήδη νικηθεί. Αυτό μας λέει ο Πουλαντζάς και από τη θέση αυτή ασκεί κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις της Γ΄ Διεθνούς1. Η ήττα του εργατικού κινήματος συντελείται στην αρχική φάση ανόδου του φασισμού, πριν ο φασισμός αποκτήσει σύνδεση με τις λαϊκές μάζες, πριν να επιχειρήσει τη μετατροπή του σε κόμμα μαζών. Η ήττα δεν οφείλεται μόνο στην ευρεία κατασταλτική, σχεδόν πολεμική, παρέμβαση του κράτους της Βαϊμάρης κατά των εργατικών διεκδικήσεων και εξεγέρσεων. Είναι κυρίως ήττα πολιτική (η παραγνώριση της σημασίας των δημοκρατικών θεσμών, η υποτίμηση των κοινωνικών συμμαχιών, η ταύτιση της κοινωνικής επανάστασης με την ένοπλη εξέγερση) και ήττα ιδεολογική. Θα επιστρέψω πάραυτα στην ιδεολογική ήττα.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο εμμένει ο Πουλαντζάς είναι ότι ο φασισμός ανθίζει πάνω στο έδαφος της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Η κρίση νομιμοποίησης δεν περιορίζεται μόνο στη διάρρηξη της προϋπάρχουσας σχέσης εκπροσώπου (κόμματος) - εκπροσωπούμενου (κοινωνικών τάξεων ή μερίδων). Αναφέρεται στην ικανότητα διατύπωσης ηγεμονικών προτάσεων, πολιτικών προγραμμάτων που επιτρέπουν να περιληφθούν και να ικανοποιηθούν σε σημαντικό βαθμό τα συμφέροντα των μη κυρίαρχων τάξεων στα συμφέροντα των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου. Η αδυναμία διατύπωσης ηγεμονικού σχεδίου οδηγεί στην κυριαρχία του οικονομισμού, της διαπάλης μόνο για οικονομικά αιτήματα και συμφέροντα: Η οικονομική πολιτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά την κρίση του 1929 περιλαμβάνει ουσιαστικά το σύνολο των οικονομικών μέτρων που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως Μνημόνιο, ακυρώνει ένα προς ένα όλα τα κοινωνικά δικαιώματα που κατάκτησε το εργατικό κίνημα την επαύριο της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την ανάδειξη του SPD στην κυβέρνηση. Είναι το ίδιο το SPD που αναλαμβάνει την ακύρωση της εργατικής νομοθεσίας και των προνοιακών παροχών. Αποτέλεσμα, η ύφεση και η μαζική ανεργία που φτάνει το 40% τις παραμονές ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Σ’ αυτήν την περίοδο, το ήδη ηττημένο εργατικό κίνημα αμύνεται καταφεύγοντας ομοίως σε αντιθετικές οικονομικές -συνδικαλιστικές- διεκδικήσεις.
Το τρίτο ζήτημα που επιμένει ο Πουλαντζάς είναι ο ρόλος της μικροαστικής τάξης. Η μικροαστική τάξη αποτελεί τη βάση μετατροπής του φασισμού από συμμορία σε μαζικό κόμμα. Τα μικροαστικά στερεότυπα αναπαράγονται κυριαρχικά από τον φασισμό, αλλά, όπως τονίζει ο Πουλαντζάς κατ’ επανάληψη παραθέτοντας τον Τολιάτι, όχι ως μοναδικά στοιχεία του φασιστικού λόγου. Αντιθέτως, ο Πουλαντζάς επισημαίνει ότι ο φασιστικός ιδεολογικός λόγος είναι ετερογενής και διαφοροποιημένος, απευθύνεται με διαφορετικούς τρόπους σε κοινωνικές τάξεις και μερίδες της κοινωνίας, οργανώνοντας την ηγεμονία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. «Ο φασισμός... μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες» γράφει ο Πουλαντζάς2.
Μέσα από αυτήν την πολιτική και ιδεολογική διαδικασία ενοποιεί αφενός, περιθωριοποιεί αφετέρου, κερδίζει αλλού την ανοικτή συστράτευση, αλλού την παθητική υποταγή και αλλού την αδρανοποίηση. Η πολιτική πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία είναι μια συνεχής πορεία σύναψης και ανατροπής συμμαχιών. Οι συμμαχίες οργανώνονται με σκοπό την εξασφάλιση της υποστήριξης και, μόλις καταστούν εμπόδιο για μια νέα συμμαχία, διαλύονται, συχνά με ακραία βιαιότητα. Το σημείο «μη επιστροφής» είναι η σύνδεση του ναζισμού με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η υλική μορφή που προσλαμβάνει αυτή η συμμαχία είναι το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας. Αλλά το «σημείο μη επιστροφής» σηματοδοτεί και τη ρήξη με τη μικροαστική τάξη, έστω και αν τα βιοτικά της συμφέροντα εξυπηρετήθηκαν μόνον «εξ αντανακλάσεως», όσο διαρκούσε η πολεμική προπαρασκευή.
* Ο Απόστολος Α. Δεδουσόπουλος είναι καθηγητής Οικονομίας της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: Η Αυγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.